Όπως αναφέρει σε εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ η εφημερίδα Agrenda, οι ασύμφοροι όροι λειτουργίας των θερμοκηπίων κλειστού τύπου που βασίζονται στις ελεγχόμενες συνθήκες ανάπτυξης των φυτών, επαναφέρουν στο παιχνίδι της παραγωγής τα υπαίθρια κηπευτικά. Κι αυτό γιατί, τα κόστη είναι πολύ πιο διαχειρίσιμα, ενώ και η ποιότητα των προϊόντων καθίσταται ελεγχόμενη σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, λαμβανομένων υπόψη των προϊόντων θρέψης και φυτοπροστασίας που έχει πλέον στη διάθεσή του ο παραγωγός.
Εκεί που δυσκολεύουν βέβαια τα πράγματα, είναι στις απαιτήσεις που έχουν συνηθίσει να προβάλλουν οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής (super market) και στις αδυναμίες των παραγωγών υπαίθριων κηπευτικών να ανταποκριθούν με ευχέρεια σ’ αυτές, ειδικά όσον αφορά στους όγκους και τους χρόνους παράδοσης.
Βεβαίως, τα περιθώρια που ειδικά αυτή την εποχή έχουν ως προς την διαπραγμάτευση της τιμής, σε συνδυασμό με την κάμψη της παραγωγής στα θερμοκήπια, ξαναβάζουν στη συζήτηση τους οργανωμένους παραγωγούς των ανοικτών καλλιεργειών και ειδικά της ντομάτας, όπου παίζεται κυρίως το παιχνίδι.
Ρίχνουν ρυθμό τα μεγάλα θερμοκήπια
Ως ένα εγχείρηµα µη βιώσιµο χαρακτηρίζουν τη θερµοκηπιακή καλλιέργεια κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο, παραγωγοί µε εκτάσεις γης που δραστηριοποιούνται στις περιοχές της Τριφυλίας του νοµού Μεσσηνίας αλλά και στο Βελεστίνο Μαγνησίας. Καίριο ζήτηµα αποτελεί η έλλειψη εργατικού δυναµικού αλλά και το υψηλό παραγωγικό κόστος που απορρέει από την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και τις εισροές.
Ο βασικότερος παράγοντας δυσχέρειας για τον πρωτογενή τοµέα σύµφωνα µε τον παραγωγό ∆ηµήτρη Ζωγόπουλο, ο οποίος διατηρεί 40 στρέµµατα θερµοκηπιακής ντοµάτας στην περιοχή της Τριφυλίας, είναι η σοβαρή έλλειψη εργατικού δυναµικού. «Στον πρωτογενή τοµέα εάν δεν έχουµε διαθέσιµους τους ανθρώπους που χρειαζόµαστε για να κάνουµε τη συγκοµιδή, καταστρέφεται η παραγωγή µε αποτέλεσµα να µετατίθεται η παραγωγική περίοδος για τον επόµενο χρόνο». Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής αυτή τη στιγµή για τον ίδιο, ανέρχεται στα 5.000 ευρώ ανά στρέµµα.
Τα µεροκάµατα είναι αυξηµένα κατά 15% και τα µεταφορικά κατά 40%
«Ταυτόχρονα καλούµαστε να αντιµετωπίσουµε τη δραµατική αύξηση του εργατικού κόστους, το οποίο κινείται πολύ πάνω από το επίπεδο των αυξήσεων που έχει ανακοινώσει το κράτος για τον κατώτατο µισθό. Το µεροκάµατο κινείται κατ’ ελάχιστο στα 30-34 ευρώ καθαρά, αυξηµένο κατά 15% σε σχέση µε πέρυσι. Σε ό,τι αφορά τα µεταφορικά έχουν αυξηθεί κατά 40%, ενώ για το ρεύµα η αύξηση υπολογιζόµενης της ενίσχυσης που έδωσε το κράτος ανέρχεται στα 0,175 ευρώ ανά KWh από 0,069 που πληρώναµε προ αυξήσεων. Τα λιπάσµατα όπως το νιτρικό ασβέστιο έχουν αυξηθεί από τον Σεπτέµβριο – είχαν ήδη λάβει ανατιµήσεις εκείνη την περίοδο – από τα 430 ευρώ ανά τόνο, στα 880 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα χαρτοκιβώτια έχουν λάβει 4 έως 5 αυξήσεις από 10% έκαστη από τον Σεπτέµβριο έως τώρα», εξηγεί ο παραγωγός.
Περιορίζει τις φυτεύσεις για να µειώσει το ρίσκο
Από την πλευρά του ο παραγωγός Σωτήρης Ντόντος µε έδρα το Βελεστίνο Μαγνησίας στέκεται στην αβεβαιότητα που υφίσταται για το σύνολο της αγοράς στην τρέχουσα χρονική περίοδο. Μάλιστα όπως αναφέρει, σκοπεύει να µειώσει τις εκτάσεις που φυτεύει, περιορίζοντας το ρίσκο. ∆ιατηρεί 30 στρέµµατα επιτραπέζιας ντοµάτας θερµοκηπίου και επιπλέον 70 στρέµµατα υπαίθριας παραγωγής κηπευτικών (ντοµάτα, αγγούρι). «Το πρόβληµα είναι ότι εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση που αντιµετωπίζουµε για δύο συνεχόµενα χρόνια, είναι ιδιαίτερα πιθανόν να βγει ένας παραγωγός εκτός παιχνιδιού», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τα µεροκάµατα αποτελούν την ίδια στιγµή ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για την παραγωγική διαδικασία. «Πληρώνουµε 40 ευρώ µεροκάµατο και παρακαλάµε για να έρθουν οι εργάτες να δουλέψουν στα χωράφια, ενώ είναι πολύ µεγάλη η έλλειψη σε εργατικά χέρια».
Ως προς το κόστος παραγωγής αυτή τη στιγµή ανέρχεται στα 4.000 ευρώ συµπεριλαµβανοµένων των εργατικών, ενώ πέρυσι όπως λέει ο Σωτήρης Ντόντος το συνολικό κόστος ήταν κατά 40% χαµηλότερο.
Ένα ακόµα µέρος του παζλ αποτέλεσε το χαλάζι που έπληξε την περιοχή τις προηγούµενες µέρες, προκαλώντας σύµφωνα µε τον ίδιο ζηµιά που έπληξε περίπου το 65%-70% της καλλιέργειας.