Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα υπουργός Εργασίας, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει εθιμοτυπικές συναντήσεις με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, θα επιδιώξει τη σύντμηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων ώστε ακόμη κι εντός του Ιανουαρίου να αποσταλεί η αρχική πρόσκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους και τους επιστημονικούς φορείς και η τελική έκθεση του ΣΕΠΕ να παραδοθεί έως το τέλος Μαρτίου, προκειμένου να «κλειδώσει» και το οριστικό ποσοστό αύξησης του νέου κατώτατου μισθού.
Βάσει των εκτιμήσεων, ο κατώτατος μισθός θα κινηθεί πέριξ του +5%, καθώς στο ποσοστό της αύξησης θα πρέπει να ενσωματωθούν ο τρέχων πληθωρισμός αλλά και ένα μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας. Στην πράξη αυτό εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε κατώτατο μισθό ίσο με 820-830 ευρώ, από 780 ευρώ σήμερα, ώστε να απομένουν 120-130 ευρώ επιπλέον έως το 2027 για να επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ.
Ετσι, εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή τροπολογία με την οποία οι διαβουλεύσεις θα ξεκινήσουν νωρίτερα και θα ολοκληρωθούν έως τα μέσα Μαρτίου, ώστε η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση να υπογραφεί από την κ. Μιχαηλίδου έως το τέλος του ίδιου μήνα και ο νέος κατώτατος μισθός να ισχύσει από την 1η Απριλίου.
Ηδη, εντός του 2024, η έπειτα από 14 χρόνια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και το «ξεπάγωμα» των τριετιών για περίπου 100.000 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονται με τις κατώτατες αμοιβές αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες που θα κρίνουν, στο τέλος του έτους, τον πραγματικό ρυθμό αύξησης των μισθών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα υπουργός Εργασίας, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει εθιμοτυπικές συναντήσεις με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, θα επιδιώξει τη σύντμηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων ώστε ακόμη κι εντός του Ιανουαρίου να αποσταλεί η αρχική πρόσκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους και τους επιστημονικούς φορείς και η τελική έκθεση του ΣΕΠΕ να παραδοθεί έως το τέλος Μαρτίου, προκειμένου να «κλειδώσει» και το οριστικό ποσοστό αύξησης του νέου κατώτατου μισθού.
Βάσει των εκτιμήσεων, ο κατώτατος μισθός θα κινηθεί πέριξ του +5%, καθώς στο ποσοστό της αύξησης θα πρέπει να ενσωματωθούν ο τρέχων πληθωρισμός αλλά και ένα μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας. Στην πράξη αυτό εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε κατώτατο μισθό ίσο με 820-830 ευρώ, από 780 ευρώ σήμερα, ώστε να απομένουν 120-130 ευρώ επιπλέον έως το 2027 για να επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ.
Ετσι, εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή τροπολογία με την οποία οι διαβουλεύσεις θα ξεκινήσουν νωρίτερα και θα ολοκληρωθούν έως τα μέσα Μαρτίου, ώστε η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση να υπογραφεί από την κ. Μιχαηλίδου έως το τέλος του ίδιου μήνα και ο νέος κατώτατος μισθός να ισχύσει από την 1η Απριλίου.
Ηδη, εντός του 2024, η έπειτα από 14 χρόνια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και το «ξεπάγωμα» των τριετιών για περίπου 100.000 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονται με τις κατώτατες αμοιβές αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες που θα κρίνουν, στο τέλος του έτους, τον πραγματικό ρυθμό αύξησης των μισθών.
Ειδικά για τις τριετίες, βάσει του ισχύοντος νόμου Γεωργιάδη, χιλιάδες μισθωτοί βλέπουν τους μισθούς τους να αυξάνονται κατά 10% για κάθε τριετή προϋπηρεσία και μέχρι 30% για προϋπηρεσία εννέα ετών και άνω. Βέβαια, και παρότι η εφαρμογή των τριετιών δεν είναι εθελοντική, η επαναφορά τους δεν έχει αναδρομικότητα για την περίοδο από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Ετσι, στην πράξη, η αύξηση «αγγίζει» περίπου 100.000 εργαζομένους που έχουν θεμελιώσει ή θα θεμελιώσουν δικαίωμα αύξησης 10% μέσα στο 2024. Για τους νέους εργαζομένους, οι πρώτες προσαυξήσεις θα έρθουν από το 2027 και μετά.
Αλλωστε έως το 2027, σύμφωνα και με τη δέσμευση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο μέσος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί στα 1.500 ευρώ. Κάτι που απαιτεί αρκετές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας καθώς, σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, οι ρυθμοί αύξησης των μέσων αμοιβών, τουλάχιστον για το 2024, θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 2023.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, το γεγονός αυτό καταδεικνύει αφενός την ανάγκη επαναφοράς των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες κατέρρευσαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της αλλαγής του νομικού καθεστώτος που τις διέπει, αφετέρου την επαναφορά της διαπραγμάτευσης για το ύψος του κατώτατου μισθού στα χέρια των κοινωνικών εταίρων.
πηγή: kathimerini.gr