Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, η ελληνική οικονομία το 2023 πέτυχε ρυθμό ανάπτυξης 2%, έναντι 2,4% που ανέμενε η κυβέρνηση και 2,2% η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο πληθωρισμός επίσης, παρά τις ανησυχίες των καταναλωτών, βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και όλα τα στοιχεία, που παρακολουθούν οι οικονομολόγοι των τραπεζών, βεβαιώνουν ότι μέσα στη χρονιά θα κατέλθει σε επίπεδα μικρότερα του 3%. Και η ανεργία, παρότι τα τελευταία αναθεωρημένα στοιχεία δείχνουν ότι κινείται στη ζώνη του 10% αντί του 9,3% που την έφεραν τα προσωρινά στοιχεία και επιβραδύνεται η υποχώρησή της, παραμένει σε πτωτική τροχιά.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αλήθεια ότι υπολείπονται των κυβερνητικών προσδοκιών. Η Ελλάδα απέχει από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αύξησης των επενδύσεων τουλάχιστον κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Οταν εδώ αυξάνονται κατά 15%, στην υπόλοιπη Ευρώπη τρέχουν με 20% ετησίως, παρότι οι αναπτυξιακοί ρυθμοί δεν είναι καλύτεροι από τους ελληνικούς.
Στους κύκλους των οικονομολόγων επικρατεί η εντύπωση ότι οι έλληνες επιχειρηματίες παραμένουν διστακτικοί, δεν αναλαμβάνουν επενδυτικές πρωτοβουλίες αντίστοιχες των πολύ υψηλών κερδών που πραγματοποιούν τα τελευταία χρόνια. Και το ρεύμα των ξένων επενδύσεων δεν είναι τελικά τόσο ισχυρό όσο προπαγανδίζει η κυβέρνηση ή καλύτερα είναι προσανατολισμένο σε συγκεκριμένες ζώνες, κυρίως των ακινήτων και του τουρισμού.
Ειδικά για τους περισσότερους των ελλήνων επιχειρηματιών επικρατεί η εντύπωση ότι αποφεύγουν το μεγάλο ρίσκο όσο τα επιτόκια διατηρούνται υψηλά και οι ενισχύσεις των αναπτυξιακών νόμων δεν είναι αρκούντως δελεαστικές, προκειμένου να ξεπεράσουν τις όποιες αναστολές τους.
Επενδυτικό κενό
Τραπεζικά στελέχη αισθάνονται το επενδυτικό κενό και ελπίζουν ότι η αναμενόμενη έναρξη της μείωσης των επιτοκίων στις αρχές Ιουνίου θα άρει τις επιφυλάξεις των επιχειρηματιών και θα φέρει πιο μπροστά το πολυαναμενόμενο κύμα ιδιωτικών επενδύσεων. Οι τραπεζίτες, εν τω μεταξύ, βλέπουν τα συσσωρευμένα ρευστά διαθέσιμα ορισμένων ελληνικών επιχειρήσεων και τρίβουν στην κυριολεξία τα μάτια τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μεγάλης κατασκευαστικής που τελευταίως ρευστοποιεί περιουσιακά στοιχεία και έχει φθάσει να διατηρεί ταμειακά διαθέσιμα ύψους 700 εκατ. ευρώ! Και πλέον ρέπει προς τον τραπεζικό τομέα απεκδυόμενη το κατασκευαστικό της παρελθόν.
Επίσης ισχυρό εταιρικό σχήμα, με επίσης υψηλή ρευστότητα, ταλαντεύεται και εξαρτά την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών από το ύψος των ενισχύσεων που θα λάβει από την Ευρώπη κυρίως. Αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Μεγάλοι και ισχυροί παραγωγοί επισημαίνουν ότι συνολικά η ευρωπαϊκή παραγωγή και βιομηχανία χάνουν ευκαιρίες και μερίδια εξαιτίας της μυωπικής στάσης των Βρυξελλών που επιμένουν σε περιορισμούς και ολοένα και αυστηρότερους κανόνες για τις επενδύσεις την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Κίνα επιδοτούν με τεράστια ποσά και απευθείας ενισχύσεις τη βιομηχανία τους και δη αυτή των σύγχρονων τεχνολογικών αγαθών.
Ωστόσο και οι τραπεζίτες δεν είναι αθώοι. Προτιμούν την ασφάλεια των υψηλών επιτοκίων που εξασφαλίζουν άκοπα και σίγουρα κέρδη και δεν δείχνουν διατεθειμένοι να θυσιάσουν κάτι για να εξασφαλίσουν καλύτερες επενδυτικές επιδόσεις της οικονομίας μας, οι οποίες θα έχτιζαν δυναμικά χαρτοφυλάκια και υγιέστερους ισολογισμούς σε βάθος πενταετίας για τις ίδιες.
Ενδεικτικές είναι οι πιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στη ζώνη των στεγαστικών δανείων. Η πιστωτική επέκταση στον κύκλο της στέγης είναι αρνητική. Δηλαδή οι νέες χορηγήσεις δανείων είναι μικρότερες των εξοφλήσεων παλαιότερων στεγαστικών δανείων. Και είναι δυστυχές το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει σε χρόνους κατά τους οποίους οι τιμές των ακινήτων έχουν ξεφύγει και η αποταμίευση των νέων νοικοκυριών δεν είναι ικανή για τον σχηματισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου για την αγορά αξιοπρεπούς στέγης. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων διατηρούνται πολύ υψηλά, οι μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις ξεπερνούν κατά πολύ το καταβαλλόμενο ενοίκιο με αποτέλεσμα τα νεαρότερα των ζευγαριών που δεν απολαμβάνουν και τις υψηλότερες των αμοιβών να αποθαρρύνονται και να αποφεύγουν ως αντιοικονομική την αγορά κατοικίας.
Όπως σημείωνε πρόσφατα τραπεζικό στέλεχος, τα περισσότερα των δανείων για κατοικίες κατευθύνονται είτε σε ανακαινίσεις με σκοπό να αξιοποιηθούν τουριστικά είτε σε επεκτάσεις και ανακατασκευές υπαρχουσών κατοικιών για την κάλυψη αυξανόμενων στεγαστικών αναγκών του νοικοκυριού. Το ίδιο στέλεχος σημείωνε ότι ο θεσμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε συνδυασμό με την αύξηση του τουριστικού ρεύματος έχει επιδράσει καθοριστικά στην αγορά ακινήτων και ενοικίων. Χαρακτηριστικό της πίεσης είναι ότι σε ορισμένα νησιά δεν προσφέρονται πια ακίνητα προς ενοικίαση. Και στην Αθήνα που πλέον δέχεται τουρίστες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου η προσφορά κατοικιών έχει περιοριστεί δραματικά. Οπως παρατηρούν τραπεζικά στελέχη, η Αθήνα έχει πολλά παλαιά ακίνητα και μεγάλο αριθμό κλειστών διαμερισμάτων.
Εκτιμάται ότι αυτά ανέρχονται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το πρόβλημα της στέγης
Οπως και να έχει, το στεγαστικό πρόβλημα σε συνδυασμό με τη δεδομένη υπογεννητικότητα που οδηγεί σε γήρανση και απομείωση του πληθυσμού, αναδεικνύεται σε μείζον, πολλών διαστάσεων, οικονομικών και κοινωνικών. Οι τράπεζες ισχυρίζονται ότι δεν διαθέτουν πολλά εργαλεία προκειμένου να παρέμβουν αποφασιστικά στο σκέλος της προσφοράς και επιμένουν ότι πρωτίστως είναι ευθύνη της κυβέρνησης να επιλέξει πιο δυναμικές πολιτικές, πολύ πέρα από το πρόγραμμα «Σπίτι» που έχει περιορισμένες δυνατότητες. Επισημαίνουν ότι σε πρώτη φάση είναι απαραίτητο να πολλαπλασιαστούν τα κίνητρα, φορολογικά και άλλα, ώστε να διευκολυνθεί και επισπευσθεί το άνοιγμα και η ενοικίαση των κλειστών διαμερισμάτων. Κάτι τέτοιο θα άμβλυνε τα προβλήματα περιορισμένης προσφοράς. Και σε δεύτερο πλάνο προτείνουν να υιοθετηθούν πιο δυναμικά και ταχύρρυθμα προγράμματα κατασκευής λαϊκών κατοικιών, τόσο στους δήμους της Αθήνας όσο και στην ευρύτερη ζώνη της Αττικής. Και εκεί πιθανώς, σε σχήματα μεικτά, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θα μπορούσαν να συνδράμουν χρηματοδοτικά. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε όντως μεγάλη μεταρρύθμιση που θα άγγιζε τις καρδιές των πολλών ανθρώπων και δη των ασθενέστερων και των νεότερων, που παρά τη μακροοικονομική πρόοδο, κυριαρχούνται από μεγάλες αβεβαιότητες.
Αντιστοίχως επισημαίνεται μεταρρυθμιστική αδράνεια απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά εργασίας. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν δραματικά τις συνθήκες και όσο εξελίσσονται και πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης τόσο θα διευρύνονται οι ανισότητες και εντός της τρέχουσας αγοράς εργασίας. Η μισθολογική απόσταση μεταξύ εργαζομένων στο ίδιο γραφείο θα μεγαλώνει ανάλογα με τις αποκτώμενες δεξιότητες και η υποτίμηση των απλούστερων θέσεων εργασίας θα λαμβάνει διαστάσεις, μεταφέροντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο κοινωνικό σώμα.
Μεταρρυθμίσεις «βιτρίνας»
Η κριτική που ασκείται ευρύτερα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ότι αρκείται σε εύκολες μεταρρυθμίσεις «βιτρίνας» που φτιάχνουν την εικόνα της και αποφεύγει τις δύσκολες και απαιτητικές που αλλάζουν πραγματικά τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Τόσο ο νόμος για τα ομόφυλα ζευγάρια όσο και αυτός για τα ΑΕΙ κινούνται περισσότερο στη ζώνη των συμβολισμών και των εντυπώσεων. Ειδικά για το θέμα των ΑΕΙ πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι στις παρούσες συνθήκες μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων επιβεβλημένος θα ήταν ο επαναπροσανατολισμός της ανώτατης εκπαίδευσης σε αντικείμενα προγραμματισμού, τεχνητής νοημοσύνης, ρομποτικής, μαθηματικών, κρυπτογραφίας, χημείας, βιοτεχνολογίας και άλλων που συνδέονται με τις κατασκευές και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας παρά με οτιδήποτε άλλο.
πηγή: ot.gr