Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα απέχει… πολλά χιλιόμετρα από την επίτευξη του στόχου για κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των περιφερειών. Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται στις περιφέρειες των δύο μεγάλων αστικών κέντρων, όπου πραγματοποιείται πάνω από το μισό των συνολικών επενδύσεων. Η περιφέρεια Αττικής συνεισφέρει σχεδόν το μισό του συνολικού ΑΕΠ, πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων και πάνω από το μισό των συνολικών εξαγωγών, βάσει έρευνας το ΙΟΒΕ.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρουσιάζει έντονες αποκλίσεις (στην Αττική καταγράφεται με διαφορά και το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ), ενώ σημειώνεται υψηλή αναπτυξιακή δυναμική των περιφερειών της νησιωτικής Ελλάδα σε σχέση με τις περιφέρειες της ηπειρωτικής Ελλάδας, αν μη τι άλλο ενθαρρυντικό δείγμα με τον τουρισμό να «κρύβει» την απάντηση.
Η ηπειρωτική Ελλάδα ξαναβγαίνει στο προσκήνιο
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι περισσότερες περιφέρειες που φιλοξενούν σημαντικές βιομηχανικές μονάδες, κατόρθωσαν το 2021 να ανακτήσουν το προ πανδημίας επίπεδο του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα υψηλή εξωστρέφεια.
Στις περιφέρειες όπου βρίσκονται τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, στην περιφέρεια της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη κατά βάση), βρίσκεται και ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, με σημαντικές ωστόσο αποκλίσεις μεταξύ των δύο περιφερειών.
Συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις της Αττικής απασχολείται ανά επιχείρηση σχεδόν διπλάσιος αριθμός εργαζομένων, ενώ και ο κύκλος εργασιών ανά επιχείρηση στην περιφέρεια Αττικής είναι σχεδόν τετραπλάσιος σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος στην Κεντρική Μακεδονία.
Στο σύνολο των περιφερειών, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός πως σε όλες τις περιφέρειες παρατηρήθηκε αύξηση του κύκλου εργασιών μεταξύ των ετών 2017 και 2019, ενώ και η απασχόληση αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο σε όλες τις περιφέρειες πλην των περιφερειών της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και Πελοποννήσου, σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ.
Κυρίαρχος, πλην Αττικής και Νοτίου Αιγαίου, ο πρωτογενής τομέας
Αναφορικά με την κατανομή των επιχειρήσεων κατά κλάδο δραστηριότητας για το 2019, παρουσιάζονται μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιφερειών. Συγκεκριμένα, ο πρωτογενής τομέας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων σε όλες τις περιφέρειες, πλην της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου. Ειδικότερα, στις περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Κρήτης, Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου πάνω από το μισό των συνολικών επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στον τομέα της Γεωργίας, Δασοκομίας και Αλιείας.
Αντίθετα, στις περιφέρειες Αττικής και Νοτίου Αιγαίου παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται στους κλάδους του Εμπορίου (22%) και του Τουρισμού (24%).
Βελτιώνεται, αλλά έχει δρόμο ακόμα, η ανταγωνιστικότητα
Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία για το 2022, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της, ενώ έχει καταγράψει σημαντική βελτίωση σε σχέση με 2016 υστερεί σημαντικά έναντι της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (ΔΠΑ) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σημαντικά το 2019 (16,3% σε σχέση με το 2016), με τη σταδιακή ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας μετά την κρίση χρέους, ενώ το 2022 συνέχισε να μεγεθύνεται, με φθίνοντα ωστόσο ρυθμό (4,7% σε σχέση με το 2019). Σε επίπεδο περιφερειών, καταγράφονται σημαντικές ανισότητες, καθώς μόνο ο ΔΠΑ της περιφέρειας της Αττικής είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη στο σύνολο της χώρας. Οι περιφέρειες των πρωτευουσών είναι αναμενόμενο να είναι σχεδόν πάντα οι πιο ανταγωνιστικές, αλλά το χάσμα είναι μικρότερο στα πιο ανταγωνιστικά κράτη μέλη.
Χάσμα… χασμάτων με Θεσσαλία και Κρήτη να βγαίνουν στην σκηνή
Ο ΔΠΑ για την περιφέρεια της Αττικής το 2022 είναι 92,3, ενώ για την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας είναι μόλις 69,8. Σχετικά υψηλό ΔΠΑ παρουσιάζουν και οι περιφέρειες της Θεσσαλίας και της Κρήτης, στις οποίες οι βιομηχανικές περιοχές λειτουργούν ως θερμοκοιτίδες υφιστάμενων και νέων επιχειρήσεων και διαθέτουν ευνοϊκές συνθήκες βιομηχανικών εγκαταστάσεων για τους επιχειρηματίες.
Από την άλλη πλευρά, κάποιες περιφέρειες μετάβασης βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά τους, όπως οι περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας και της Δυτικής Ελλάδας. Η διαπεριφερειακή ανισότητα αποτυπώνεται και στο ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην επιστήμη και την τεχνολογία, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την αναπτυξιακή δυναμική της ανταγωνιστικότητας των περιφερειών. Οι περιφέρειες των δύο μεγάλων αστικών κέντρων βρίσκονται πρώτες στην κατάταξη με την περιφέρεια μόνο της Αττικής να εμφανίζει μεγαλύτερο ποσοστό από το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ. Αντίστοιχα χαμηλά στην κατάταξη είναι τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, καθώς και η Στερεά Ελλάδα.
H Aττική, η Θεσσαλονίκη και οι υπόλοιποι
Συμπερασματικά, στις περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, εντός των οποίων βρίσκονται τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα και παράγεται σχεδόν το 60% του συνολικού εγχώριου ΑΕΠ, βρίσκεται και ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, με σημαντικές ωστόσο αποκλίσεις μεταξύ των δύο περιφερειών.
Νέοι «παίκτες» Θεσσαλία και Ήπειρος σε επιστήμη, τεχνολογία
Σχετικά με την ανταγωνιστικότητα των περιφερειών, τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ΔΠΑ το 2022, καταδεικνύουν τη μεγάλη ανισότητα μεταξύ των περιφερειών. Στο σύνολο της χώρας για το 2022, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ενώ έχει καταγράψει σημαντική βελτίωση σε σχέση με 2016, εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά έναντι της ΕΕ. Οι περιφέρειες των νησιωτικών συμπλεγμάτων, της Δυτικής Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας, σε αντίθεση με την αναπτυξιακή τους δυναμική σε όρους ΑΕΠ, βρίσκονται χαμηλά στην κατάταξη σχετικά με το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην επιστήμη και την τεχνολογία, καθώς και σε ΔΠΑ, παρουσιάζοντας αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής του ΔΠΑ μεταξύ των ετών 2019 και 2022.
Αξίζει ωστόσο να σταθούμε στις «ανερχόμενες» δυνάμεις, Θεσσαλία, Ήπειρο και Κρήτη, στις οποίες το τεχνολογικό οικοσύστημα πραγματοποιεί βήματα προόδου με τα ποσοστά όσων απασχολούνται στην επιστήμη και την τεχνολογία να ανέρχονται σε 22,2%, 20,9% και 20,3% αντίστοιχα.
πηγή: ot.gr