Η εξέλιξη αυτή, μαζί με σειρά άλλων παραγόντων, φαίνεται να βάζει σε τροχιά ανάκαμψης την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, έπειτα από μια μακρά περίοδο που χαρακτηρίστηκε από κάμψη τιμών και παραγωγής και σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.
Η μείωση της παραγωγής πέρυσι, που έδωσε μια ώθηση στις τιμές, η μερική αντιστάθμιση των απωλειών που υπέστη ο κλάδος στην εστίαση από την αύξηση των πωλήσεων στη λιανική, καθώς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία κι έχουν ως συνέπεια οι ανταγωνίστριες εταιρείες στη γείτονα να μη βρίσκουν ανταπόκριση από τις τράπεζες, είναι οι βασικότεροι παράγοντες αυτής της ανάκαμψης. Η ηγέτιδα εταιρεία στην Τουρκία, η Kilic Deniz, πρόσφατα διασφάλισε δάνειο 80 εκατ. ευρώ από ευρωπαϊκές αναπτυξιακές τράπεζες.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, σύμφωνα με τα στοιχεία της Globefish, το 2020 παρά τη μείωση της κατανάλωσης αυξήθηκαν τόσο για το λαβράκι όσο και για την τσιπούρα ιχθυοκαλλιέργειας. Ετσι, για παράδειγμα, ενώ το καλοκαίρι του 2019 η τιμή στην ιταλική αγορά για την ελληνική τσιπούρα (ολόκληρο ψάρι 300-450 γρ.) ήταν κάτω από 4 ευρώ ανά κιλό και για το λαβράκι στα 3,60 ευρώ ανά κιλό, τον Αύγουστο του 2020 οι τιμές έφτασαν τα 4,80 ευρώ για την τσιπούρα και 4,69 ευρώ/κιλό για το λαβράκι. Οι τιμές εξαγωγής για τα τουρκικά ψάρια ήταν το ίδιο διάστημα 4,24 ευρώ/κιλό για το λαβράκι και 3,78 ευρώ/κιλό για την τσιπούρα. Το 2021 οι τιμές και στα δύο είδη συνεχίζουν να αυξάνονται, καθώς και η ζήτηση αυξάνεται, χωρίς ταυτόχρονα να έχει αποκατασταθεί πλήρως η προσφορά.
Η αναπτυξιακή τροχιά στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αποτυπώνεται και στα στοιχεία για τις εξαγωγές. Σύμφωνα με την Globefish, οι εξαγωγές τσιπούρας και λαβρακίου αυξήθηκαν κατά 12% το 2020 σε σύγκριση με το 2019, φτάνοντας τα 520 εκατ. ευρώ, την ώρα που οι εξαγωγές της Τουρκίας αυξήθηκαν κατά 4% και διαμορφώθηκαν σε 377 εκατ. ευρώ. Η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αποδίδεται τόσο στην αύξηση των τιμών όσο και του όγκου, κυρίως διότι η Ελλάδα πούλησε αυξημένες ποσότητες στην Ισπανία, εκεί όπου η παραγωγή υπέστη καταστροφή μετά το πέρασμα της καταιγίδας «Γκλόρια».
Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, για την ανάκαμψη του κλάδου στην Ελλάδα διαδραματίζει η μεγάλη συγχώνευση που έγινε, με τις εταιρείες «Ανδρομέδα», «Σελόντα», «Νηρεύς» και «Περσεύς» να βρίσκονται πλέον στο νέο σχήμα που δημιουργήθηκε, την Avramar. Μία συγχώνευση που τερμάτισε τον φαύλο κύκλο των χρεών, συγχώνευση της οποίας οι θετικές συνέπειες δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως ορατές. Το 2021 η Avramar «τρέχει» με ρυθμό ανάπτυξης 10%, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται το επενδυτικό της πλάνο ύψους 25 εκατ. ευρώ, με κύριους άξονες τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, την επέκταση σε καινούργιες αγορές και την ενίσχυση του χαρτοφυλακίου με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Στα τελευταία περιλαμβάνονται φιλεταρισμένα, έτοιμα προς μαγείρεμα ψάρια. Εμφαση δίνει η εταιρεία και στην περαιτέρω ανάπτυξη άλλων ειδών που καταγράφουν αυξημένη ζήτηση, όπως το φαγκρί και ο κρανιός.
Πριν από λίγες ημέρες η Avramar ολοκλήρωσε τη νέα μονάδα της στο Ελ Καμπέλο στο Αλικάντε της Ισπανίας, η οποία θα μπορεί να παράξει έως 5.000 τόνους ετησίως τσιπούρας, λαβρακίου και κρανιού. Η νέα μονάδα έχει έκταση 144 εκτάρια.
Πηγή: kathimerini.gr