BACK TO
TOP
Διεθνή

Φεύγουν από την Tesla και πάνε φορτωμένοι στον αγροτικό χώρο οι επενδυτές

Το τελευταίο διάστημα καταγράφεται ένα έντονο ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτικών funds για χρηματοδότηση με δεκάδες δισ. ευρώ διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της αγροτικής πρωτογενούς παραγωγής. Άρθρο των Financial Times αποδίδει το «υγιές» όπως χαρακτηρίζεται το επενδυτικό ενδιαφέρον, σε δυο μεγάλες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος κατά τη δεκαετία που διανύουμε.

wealthies-farmers-in-the-world__1_

15
0

Για παράδειγμα, η DBL Partners με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, από τους πρώτους που επένδυσαν στην Tesla, στράφηκε σε μια εταιρεία που παρέχει καινοτόμες συσκευασίες σε παραγωγούς μικρών εκμεταλλεύσεων.

Αυτό που δίνει μερίδιο 20% στους προς επένδυση πόρους μεγάλων funds, από εκεί που ο κανόνας της τελευταίας δεκαετίας προέβλεπε ποσοστό από 0 έως 5% στα χαρτοφυλάκια των εν λόγω οίκων είναι το στοίχημα της εξασφάλισης επισιτιστικής ασφάλειας, ικανών αποθεμάτων αγροτικής πρώτης ύλης και δικτύων μεταφοράς ανθεκτικών σε πανδημίες και παρεμφερή εμπόδια. Οι εργασίες που εκκινεί η πράσινη μετάβαση και ο περαιτέρω εκμηχανισμός της αγροτικής παραγωγής με όρους πλέον ψηφιακής και βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν τον δεύτερο παράγοντα.

Πέρυσι, για παράδειγμα, ο τομέας της τεχνολογίας αγροτικών προϊόντων - του οποίου οι καινοτομίες συχνά συμβάλλουν σε πιο αποτελεσματικές και βιώσιμες μορφές παραγωγής τροφίμων - προσέλκυσε σχεδόν 20 δισ. δολάρια επιπλέον σε επενδυτικά κεφάλαια, σύμφωνα με την AgFunder, μια εταιρεία διαχείρισης επιχειρηματικών κεφαλαίων. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν δεκάδες ακόμα δισ. που δεν έχουν ακόμα προσμετρηθεί από συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα ομαδοποιημένα κεφάλαια που ξεκινούν να κάνουν μεγάλες επενδύσεις σε εταιρείες γεωργικών ειδών διατροφής.

«Έχουμε δει τον κλάδο μας να πηγαίνει από το μηδέν στο πολύ ενεργό μέσα σε ένα πολύ μικρό διάστημα», λέει στους FT ο Άνταμ Άντερς διευθύνων σύμβουλος της Anterra Capital, μιας εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων που επικεντρώνεται στη διατροφή και τη γεωργία.

Εν τω μεταξύ, καθώς ο Covid-19 έχει αποκαλύψει αδυναμίες στα παγκόσμια συστήματα τροφίμων, ορισμένοι επενδυτές μετατοπίζουν την εστίασή τους στις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων. Για παράδειγμα, η BMO Global Asset Management του Καναδά λέει ότι από εδώ και πέρα θα επικεντρωθεί στην ανάπτυξη συνεργασιών με εταιρείες που αναπτύσσουν βιώσιμα συστήματα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εργαζομένων.

Στην Impax Environmental Markets, μια επενδυτική κοινοπραξία, το ποσοστό των αγροδιατροφικών εταιρειών στο χαρτοφυλάκιο της έχει αυξηθεί από λιγότερο από 5 τοις εκατό πριν από πέντε ή έξι χρόνια σε σχεδόν 20 τοις εκατό σήμερα, λέει ο Μπρους Τζένκιν-Τζόουνς, συν-επικεφαλής της εταιρείας.

«Αναζητούμε εταιρείες που παρέχουν λύσεις σε πόρους και περιβαλλοντικές προκλήσεις», λέει. «Αυτό μας οδηγεί στους βασικούς τομείς της ενέργειας, του νερού, των αποβλήτων και των τροφίμων - και το φαγητό είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο μέρος του χαρτοφυλακίου».

Το κακό όνομα των επενδυτών

Φυσικά, δεν προωθούν όλοι οι επενδυτικοί οίκοι στόχους βιωσιμότητας ή επισιτιστικής ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια της κρίσης των τιμών των τροφίμων 2007–08, οι επενδυτές δέχτηκαν κριτική για τις λεγόμενες εξαγορές τεράστιων αγροτεμαχίων σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Σήμερα, ωστόσο, οι κίνδυνοι φήμης που συνδέονται με τέτοιες επενδύσεις και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για βιώσιμες και επενδυτικές επιπτώσεις οδηγούν περισσότερους επενδυτές προς αγροτικού ενδιαφέροντος εταιρείες που προσφέρουν κοινωνικά ή περιβαλλοντικά οφέλη.

Θεωρείται ότι οι επενδυτές είναι κρίσιμοι στη στήριξη της μεταρρύθμισης που υφίσταται η γεωργία. Παράλληλα, με έναν αυξανόμενο αριθμό εταιρειών που φέρνουν νέες τεχνολογίες και ιδέες στους κάποτε αργά κινούμενους τομείς τροφίμων και γεωργίας, η επιλογή για τους επενδυτές διευρύνεται.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία