Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat, που δημοσιοποιήθηκαν στις 31 Ιουλίου, τα αλιεύματα παραμένουν η κύρια πηγή ιχθυηρών στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 74% της συνολικής παραγωγής.
Σε όρους αξίας, οι ποσότητες στην ευρωπαϊκή αλιεία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η παραγωγή υδατοκαλλιέργειας ανήλθε σε 4,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Συνεπώς, η μέση τιμή για τα αλιευτικά προϊόντα ήταν 1,9 ευρώ/κιλό και 4,5 ευρώ/κιλό των ιχθυηρών της υδατοκαλλιέργειας.
Η κατάσταση στην ΕΕ δεν μοιάζει με την παγκόσμια τάση, όπου σε μια έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) ότι το 2022 υπήρχε η αναφορά ότι για πρώτη φορά στην ιστορία, η υδατοκαλλιέργεια ξεπέρασε την αλιεία ως ο κύριος παραγωγός ιχθυηρών.
Οι κυρίαρχες χώρες παραγωγής
Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ ανήκουν περίπου τα δύο τρίτα (67%) της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής αλιευμάτων και θαλασσινών το 2022.
Η Ισπανία παρήγαγε λίγο περισσότερο από το ένα τέταρτο (κατ’ εκτίμηση 25,2 %) του συνόλου, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (17 %), την Ελλάδα (13%) και την Ιταλία (12%).
Οι μέσες τιμές πώλησης για τα μύδια ήταν περίπου 1,1 ευρώ/κιλό, για το λαβράκι περίπου 7 ευρώ/κιλό και για τον τόνο ήταν περίπου 18 ευρώ/κιλό. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα είχε την υψηλότερη αξία παραγωγής υδατοκαλλιέργειας το 2022 (περίπου 844 εκατομμύρια ευρώ), αντιπροσωπεύοντας το 17,4 % του συνόλου της ΕΕ. Η αξία της παραγωγής ήταν αμέσως υψηλότερη στην Ισπανία (803 εκατ. ευρώ), στη συνέχεια στη Γαλλία (791 εκατ. ευρώ) και στην Ιταλία (553 εκατ. ευρώ).