BACK TO
TOP
Διεθνή

Δομικές λύσεις και πολιτική βούληση για τα δημητριακά ζητούν οι Copa-Cogeca

Οι τομείς των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων βρίσκονται για άλλη μια χρονιά στο κόκκινο, με τις παραγωγές να καταγράφουν ιστορικά χαμηλά επίπεδα και τις προκλήσεις να πολλαπλασιάζονται. Όπως διαπιστώνουν σε σχετικό κείμενο γνώμης οι πρόεδροι της ομάδας εργασίας σιτηρών και ελαιούχων σπόρων της Copa-Cogeca, Cedric Benoist και Stephan Arens αντίστοιχα, είναι επείγουσα η ανάγκη για στρατηγικές λύσεις που θα διασφαλίσουν την παραγωγή και την οικονομική βιωσιμότητα των τομέων, εστιάζοντας στις βασικές αιτίες και όχι μόνο στα συμπτώματα.

cereal1

54
0

Όπως αναφέρει το σχετικό δελτίο γνώμης, για άλλη μια φορά φέτος, οι ευρωπαίοι αγρότες αντιμετωπίζουν πολύ κακή συγκομιδή. Οι συγκομιδές του 2022 και του 2023 ήταν ήδη από τις χειρότερες της δεκαετίας, με την παραγωγή δημητριακών να αγγίζει ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Δυστυχώς, το 2024 αναμένεται ακόμη πιο απογοητευτικό, με τις εκτιμήσεις να δείχνουν παραγωγή μειωμένη κατά τουλάχιστον 9% σε σχέση με τον μέσο όρο δεκαετίας. Η πραγματικότητα είναι ότι από το 2000, οι αποδόσεις των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ έχουν μείνει στάσιμες. Ακόμη και όταν αυξήθηκε η παραγωγή ελαιούχων σπόρων, αυτό οφειλόταν κυρίως στην επέκταση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, παρά στη βελτίωση των αποδόσεων. Όταν οι κυκλικές υφέσεις γίνονται επαναλαμβανόμενες, δείχνουν δομικά προβλήματα που δεν μπορούν πλέον να αγνοηθούν.

Η στασιμότητα στις αποδόσεις και η μείωση της παραγωγής αποδίδονται σε πολλούς αλληλένδετους παράγοντες, με την κλιματική αλλαγή να αποτελεί αναμφίβολα κεντρικό μοχλό. Τα τελευταία χρόνια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά, προκαλώντας σοβαρές απώλειες – είτε από την ξηρασία, όπως στην Ισπανία το 2023, όπου χάθηκε πάνω από το 40% της παραγωγής, είτε από έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες, όπως με την καταιγίδα Μπόρις που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Η αλλαγή των καιρικών προτύπων έχει επίσης επηρεάσει τις προσβολές από παράσιτα και ασθένειες. Βλέπουμε τώρα την εμφάνιση νέων παρασίτων που έχουν προσαρμοστεί σε θερμότερες συνθήκες, καθώς και αύξηση της παρουσίας ήδη υπαρχόντων. Παράλληλα, η υπερβολική υγρασία σε ορισμένες περιοχές έχει οδηγήσει σε επιδημίες ασθενειών. Εν τω μεταξύ, η γκάμα εργαλείων που είναι διαθέσιμα στους αγρότες για την καταπολέμηση των εν λόγω εχθρών συρρικνώνεται συνεχώς. Ενώ το 2001 υπήρχαν περίπου 900 ενεργές ουσίες διαθέσιμες στην ΕΕ, σήμερα υπάρχουν λιγότερες από 470.

Η πραγματικότητα είναι ότι εναλλακτικές λύσεις γίνονται διαθέσιμες με απαράδεκτα αργούς ρυθμούς. Κατά μέσο όρο, οι αγρότες της ΕΕ χάνουν περίπου 16 συμβατικές δραστικές ουσίες κάθε χρόνο, ενώ κερδίζουν μόνο περίπου 6 νέες εναλλακτικές λύσεις—οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι κατάλληλες για χρήση σε ανοιχτό πεδίο και επί του παρόντος δεν συγκρίνονται ως προς την αποτελεσματικότητα. Όσον αφορά την καταπολέμηση της ξηρασίας, η έμφαση δίνεται στην ανάπτυξη νέων ποικιλιών καλλιεργειών προσαρμοσμένων σε ακραίες καιρικές συνθήκες. Αλλά ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, η πρόοδος έχει σταματήσει. Χωρίς νέα εργαλεία, όπως οι Νέες Τεχνικές Αναπαραγωγής (NBTs), οι οποίες εξακολουθούν να μην έχουν εγκριθεί στην ΕΕ, θα είναι δύσκολο να προχωρήσουμε αρκετά γρήγορα ώστε να μπορέσουν τα κράτη μέλη που πλήττονται περισσότερο να συνεχίσουν την παραγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ατυχές το γεγονός ότι η έκθεση Ντράγκι δεν σκιαγράφησε αυτήν την κρίσιμη πτυχή της ανταγωνιστικότητάς μας.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την παραγωγή δημητριακών και ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ είναι η αυξανόμενη πίεση από ζιζάνια, η οποία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Αν και εξακολουθούμε να μην έχουμε ολοκληρωμένα στοιχεία για την έκταση αυτής της αύξησης, είναι σαφές ότι οι αγρότες αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες στον έλεγχο των ζιζανίων. Όπως και με τα παράσιτα και τις ασθένειες, οι καλές γεωργικές πρακτικές μπορούν να μειώσουν σημαντικά την πίεση των ζιζανίων, αλλά μόνο όταν συνδυάζονται με φυτοϋγειονομικά προϊόντα οποιασδήποτε φύσης (συμβατικά, βιολογικά,...). Το ζήτημα, για άλλη μια φορά, είναι ότι όλο και λιγότερες ουσίες είναι διαθέσιμες, με αποτέλεσμα αυξημένη αθεκτικότητα.

Η απώλεια παραγωγικότητας και ποιότητας συνεπάγεται de facto απώλεια κερδών από τις πωλήσεις, καθώς και χαμηλότερη ασφάλεια εφοδιασμού από την ευρωπαϊκή παραγωγή στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και των πρώτων υλών για βιοκαύσιμα. Δυστυχώς, πέρα ​​από αυτή την απώλεια παραγωγικότητας, οι αγρότες έχουν αντιμετωπίσει και μία διπλή ποινή τα τελευταία τρία χρόνια. Πρώτον, από την πανδημία COVID-19, το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί δραματικά, ειδικά σε ό,τι αφορά τα λιπάσματα. Αυτό το πρόβλημα επιδεινώθηκε περαιτέρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος προκάλεσε την άνοδο των τιμών των λιπασμάτων. Τα λιπάσματα αντιπροσωπεύουν το 30% έως 50% του κόστους παραγωγής δημητριακών και ελαιούχων σπόρων, ανάλογα με την περιοχή.

Το δεύτερο ζήτημα προέρχεται από την απελευθέρωση του εμπορίου με την Ουκρανία για τη στήριξη της πολεμικής της προσπάθειας, η οποία έχει κατακλύσει την αγορά της ΕΕ με ουκρανικά δημητριακά και ελαιούχους σπόρους σε πολύ χαμηλές τιμές. Οι εισαγωγές δημητριακών από την Ουκρανία αυξήθηκαν από 9 εκατομμύρια τόνους ετησίως σε πάνω από 18 εκατομμύρια τόνους – ισοδύναμο με περίπου 7% της ευρωπαϊκής παραγωγής- ενώ οι εισαγωγές ελαιούχων σπόρων αυξήθηκαν από 5,5 εκατομμύρια σε 8 εκατομμύρια τόνους, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% της παραγωγής της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η ΕΕ δεν μείωσε τις εισαγωγές της από άλλες τρίτες χώρες, ενώ η παραγωγή και η κατανάλωσή παρέμειναν σταθερές. Αυτό οδήγησε σε υπερπροσφορά στην ευρωπαϊκή αγορά, ρίχνωντας τις τιμές σε μη βιώσιμα χαμηλά επίπεδα.

Πλέον, είναι επιτακτική ανάγκη η ΕΕ να αναλάβει αποφασιστική δράση για να αποκαταστήσει τη φιλοδοξία των τομέων των σιτηρών και των ελαιούχων σπόρων, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Πρέπει να συνεχίσουμε να στηρίζουμε την Ουκρανία, αλλά απαιτείται μια ισορροπημένη προσέγγιση. Η τρέχουσα αναθεώρηση της Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ουκρανία πρέπει να περιλαμβάνει μηχανισμούς προστασίας για τον περιορισμό των εισαγωγών και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά τα πρότυπα παραγωγής. Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον για τα λιπάσματα, διασφαλίζοντας στους ευρωπαίους αγρότες πρόσβαση σε λιπάσματα σε τιμές συγκρίσιμες με αυτές των ομολόγων τους παγκοσμίως. Τέλος, όσον αφορά την παροχή στους αγρότες με τα εργαλεία που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η ΕΕ πρέπει να επιληφθεί του ζητήματος με πολύ μεγαλύτερη επείγουσα ανάγκη. Υπάρχουν πολλές πιθανές κατευθύνσεις για εξερεύνηση, αλλά η εύρεση λύσεων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις, μια ρεαλιστική προσέγγιση και ισχυρή πολιτική βούληση.

Το πρωί της Δευτέρας 30 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της ΣΑΕ, η Ουγγρική Προεδρία έθεσε στο επίκεντρο τους τομείς των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων. Ελπίζουμε ότι τα κράτη μέλη θα εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία για να εξετάσουν την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν αυτοί οι στρατηγικοί τομείς στην ΕΕ και να αρχίσουν το απαραίτητο έργο ανάπτυξης δομικών λύσεων για τα διαρθρωτικά προβλήματα.

Οι αγρότες της ΕΕ έχουν πίστη στο μέλλον και είναι πρόθυμοι να εργαστούν για την εξεύρεση λύσεων, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους. Η υποστήριξη και η δέσμευση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ είναι ουσιαστικής σημασίας.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία