Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων έχουν προειδοποιήσει εδώ και μήνες ότι με τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη να έχουν περιοριστεί, η Μόσχα μετατρέπει το φθηνό αέριο σε λίπασμα και το εξάγει προς την ΕΕ. Έτσι, η Ρωσία έχει καταφέρει να διατηρήσει μια πολύτιμη ροή οικονομικών εσόδων, παρά τις κυρώσεις της Δύσης. Για να λύσει το πρόβλημα η Κομισιόν προετοιμάζεται να επιβάλει νέους δασμούς για εισαγόμενα λιπάσματα από Ρωσία και Λευκορωσία.
Εντούτοις, το σχέδιο της ΕΕ, το οποίο περιλαμβάνει μια μακρόχρονη μεταβατική περίοδο, ενδέχεται εν τέλει να μην ικανοποιήσει κανέναν. Όχι μόνο φέρει τον κίνδυνο να μην μπορέσει να φρενάρει τα έσοδα της Ρωσίας, αφήνοντας ξεκρέμαστους τους Ευρωπαίους παραγωγούς, αλλά οι αγρότες που βασίζονται στα φθηνά ρωσικά λιπάσματα εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με το αν θα μπορέσουν να αντέξουν το έξτρα κόστος.
Ξεφυλλίστε σε υψηλή ανάλυση το ένθετο Leaders Of Agriculture 2025
Η Copa - Cogeca, με τη σειρά της προειδοποίησε ότι επιβολή νέων δασμών θα μπορούσε να αυξήσει τα κόστη για την ερχόμενη περίοδο, ασκώντας πρόσθετη πίεση στον αγροτικό τομέα της ΕΕ, που ήδη ταλανίζεται από σημαντικά προβλήματα. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι το σχέδιο της Κομισιόν δεν έχει εγγυήσεις, και ότι η εγχώρια παραγωγή λιπασμάτων θα αυξηθεί αρκετά γρήγορα για να αντισταθμιστεί το έλλειμμα.
Περαιτέρω, το αγροτικό λόμπι έχει πολύ σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις συνέπειες των νέων μέτρων. Η κατάργηση των υφιστάμενων δασμών στις εισαγωγές λιπασμάτων από μη ρωσικές πηγές φαίνεται μια λογική προσέγγιση για να μειωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις για τους αγρότες. Η Ευρώπη παρά τις προσπάθειές της να στηρίξει την πράσινη μετάβαση και να ενισχύσει την παραγωγική ικανότητα της ΕΕ, δεν μπορεί να αγνοήσει τα άμεσα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες. Αν οι τιμές των λιπασμάτων εκτοξευτούν, όπως προειδοποιούν, το κόστος παραγωγής θα γίνει αφόρητο, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες για την αγροτική παραγωγή και, κατ’ επέκταση, για την επισιτιστική ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου.
Οι Βρυξέλλες επιμένουν ότι οι δασμοί, οι οποίοι πρόκειται να ανέλθουν από περίπου 40 ευρώ ανά τόνο αρχικά έως και 430 ευρώ μετά από τρία χρόνια, θα αποδυναμώσουν την οικονομία της Ρωσίας, προστατεύοντας παράλληλα τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ.
Από την άλλη, οι επικριτές της τακτικής της ΕΕ υποστηρίζουν ότι οι νέοι δασμοί έρχονται πολύ αργά, αφού τα ρωσικά λιπάσματα μπορούν να συνεχίσουν να εισρέουν ελεύθερα στην ΕΕ τουλάχιστον μέχρι το 2026.
Οι αγρότες της ΕΕ το τελευταίο διάστημα κορυφώνουν τις διαμαρτυρίες τους για αύξηση τα αυξημένα κόστη και τις νέες αυστηρές πράσινες νομοθεσίες. Έτσι, μια νέα αύξηση των τιμών των λιπασμάτων θα μπορούσε να προκαλέσει νέους γύρους διαμαρτυριών προκαλώντας ισχυρό «πονοκέφαλο» στις Βρυξέλες.
Ταυτόχρονα, η αργή εφαρμογή των νέων δασμών δημιουργεί ένα κύμα απογοήτευσης για τους Ευρωπαίους παραγωγούς λιπασμάτων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό η Ρωσία κερδίζει χρόνο για να συνεχίσει την εδραίωση της στην αγορά. Πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ΕΕ εισήγαγε συνολικά 6,17 εκατομμύρια τόνους ρωσικών λιπασμάτων αξίας 2,12 δισεκατομμυρίων ευρώ, ήτοι το μεγαλύτερο όγκο από την έναρξη της εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022.
Η Tiffanie Stephani, αντιπρόεδρος της Yara, τονίζει ότι τα μέτρα δεν είναι αρκετά και σύντομα αυτό θα γίνει αισθητό. Μάλιστα σε δήλωση της επισήμανε ότι «Εκτιμούμε ότι η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα για τη μείωση των εισαγωγών ρωσικών λιπασμάτων, αλλά δυστυχώς είναι πολύ λίγο και πολύ αργά». Ακόμη προειδοποίησε ότι καθυστερώντας τη λήψη σοβαρών μέτρων μέχρι το 2026 ή αργότερα, η ΕΕ κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο τη δική της βιομηχανία λιπασμάτων, ενώ επιτρέπει στα ρωσικά προϊόντα να συνεχίσουν να εισρέουν στην ΕΕ.
Τέλος, συμπληρώνοντας της δηλώσεις της η αντιπρόεδρος της Yara υποστήριξε ότι «Καλούμε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ για μία πιο τολμηρή προσέγγιση. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν μια σημαντική χαμένη ευκαιρία».
Πληροφορίες από Politico