
Του Τάσου Χανιώτη*
Η αντίληψή µου είναι ανάµεικτη. Θεωρώ υποσχόµενο ότι η συζήτηση για το µέλλον της γεωργίας της ΕΕ µπορεί να επικεντρωθεί και πάλι στην πληθώρα των προκλήσεων που αντιµετωπίζει ο τοµέας µε σαφώς πιο ισορροπηµένη προσέγγιση όσον αφορά την αντιµετώπιση της οικονοµικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής τους διάστασης. Αυτό που βρίσκω ανησυχητικό είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ιεράρχησης και η απουσία οποιασδήποτε αιτιώδους σχέσης µεταξύ των διαφόρων προκλήσεων που παρουσιάζονται και των πιθανών απαντήσεων σε αυτές. Το ότι τέτοιου είδους απαντήσεις απουσιάζουν κυρίως, αφήνοντας να αναπτυχθεί κάποια επόµενη φάση, δεν είναι τόσο το πρόβληµα. Αντίθετα, είναι µια τυπική διαδικασία όταν ο προϋπολογισµός της ΚΑΠ εξακολουθεί να είναι άγνωστος. Το πρόβληµα είναι η εµµονή ορισµένων και η εµφάνιση νέων περιοχών όπου οι προτεινόµενες «λύσεις» αποτυγχάνουν να προσδιορίσουν σε γενικές γραµµές τον τρόπο µε τον οποίο αναµένεται να λυθεί το πρόβληµα που ορίστηκε. Το πιο προφανές παράδειγµα είναι η εστίαση στην αντιµετώπιση της «παραγωγής κάτω του κόστους» χωρίς καν µια προσπάθεια προσδιορισµού του διακυβευόµενου κόστους (µέσο ή οριακό, σε επίπεδο εκµετάλλευσης ή τοµεακό) ή ο µηχανισµός πολιτικής µε τον οποίο µπορεί να αντιµετωπιστεί αυτό χωρίς να δηµιουργηθεί µεγαλύτερο πρόβληµα από αυτό που ήδη υπάρχει.
Αλλά το µεγαλύτερο πρόβληµα που βλέπω είναι ότι σε ένα κείµενο όπου η ανταγωνιστικότητα εµφανίζεται ακριβώς 30 φορές, η βιώσιµη παραγωγικότητα δεν εµφανίζεται µία φορά! Θα µπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι έµµεσα η παραγωγικότητα είναι παρούσα µε τόση έµφαση στην καινοτοµία, τις επενδύσεις, την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκποµπές κ.λπ. Αλλά φοβάµαι ότι το θέµα εδώ δεν είναι µόνο η σηµασιολογία. Είναι µια αντανάκλαση, ενός επίµονου δισταγµού να αναφέρουµε τη λέξη παραγωγικότητα επειδή µπορεί να αναστατώσει µια συγκεκριµένη οµάδα ενδιαφεροµένων που εξακολουθούν να θεωρούν ότι η ΕΕ έχει την πολυτέλεια της υπέροχης αποµόνωσης από την παγκόσµια ανάγκη να παράγει περισσότερα µε λιγότερα. Και η αλλεργία σε αυτήν την έννοια (για να είµαι σαφής, όχι απαραίτητα της Επιτροπής, αλλά ενός κοινού στο οποίο η Επιτροπή συνεχίζει να αποδίδει µεγαλύτερη σηµασία από ό,τι αξίζει κατά τη γνώµη µου) θα µπορούσε να οδηγήσει σε µια συζήτηση πολιτικής που επίσης αποφεύγει να αντιµετωπίσει σωστά τη µεταβαλλόµενη φύση της ίδιας της ανταγωνιστικότητας.
Η αυξηµένη ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού συστήµατος της ΕΕ τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δεν ήταν αποτέλεσµα κάποιου ατυχήµατος, µάλλον, ήταν το συγκεκριµένο αποτέλεσµα ενός καλά µελετηµένου σχεδιασµού πολιτικής. Η διαδικασία ήταν σίγουρα σταδιακή, τόσο ως προς το εύρος των καλυπτόµενων προϊόντων (πρώτα δηµητριακά, µετά βοδινό και µεσογειακά προϊόντα, τέλος γαλακτοκοµικά και ζάχαρη) όσο και ως προς το χρόνο των µεταρρυθµίσεων της ΚΑΠ που εφαρµόστηκαν (1992, 2003/04, 2008). Ωστόσο, εντός 15 ετών, οι τιµές στήριξης της ΕΕ µειώθηκαν σηµαντικά στο µισό περίπου των προ της µεταρρυθµίσεων επιπέδων τους, οι ποσοστώσεις καταργήθηκαν, οι δασµοί µειώθηκαν και η πρόσβαση στην αγορά βελτιώθηκε (όχι συµµετρικά, αλλά αυτό συνέβαινε παντού στις συµφωνίες του ΠΟΕ). Το αποτέλεσµα ήταν η σύγκλιση της ΕΕ µε τις τιµές της παγκόσµιας αγοράς και η εντυπωσιακή αύξηση του εµπορικού πλεονάσµατος της ΕΕ στον τοµέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής.
Το γεγονός ότι υπάρχουν ακόµη τοµείς όπου η πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ αµφισβητείται (από τις ΗΠΑ για τα προϊόντα κρέατος, για παράδειγµα) δεν αλλάζει ούτε µια στιγµή το γεγονός ότι όλοι οι εµπορικοί εταίροι του ΠΟΕ αντιµετώπισαν το ίδιο παγκόσµιο πλαίσιο στο οποίο συµφώνησαν όλοι, και ότι σε αυτό το πλαίσιο κάποιοι τα πήγαν καλύτερα και άλλοι χειρότερα. Ότι η ΕΕ σαφώς καλύτερη, η Βραζιλία πολύ καλύτερη, αλλά η πρώτη µείωσε τις εκποµπές ενώ η δεύτερη τις αύξησε δραµατικά. Αυτό και µόνο θα άξιζε κάποια αναφορά σχετικά µε την ανταγωνιστική απόδοση των αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ στην έκθεση Ντράγκι, αλλά για λόγους που είναι γνωστοί στους συντάκτες της επέλεξαν να αφήσουν τον τοµέα εκτός, συµπεριλαµβανοµένων τυχόν διδαγµάτων που θα µπορούσε να αντλήσει κανείς από αυτόν.
Αλλά δεν είναι η παράλειψη του Ντράγκι που προκαλεί ανησυχία εδώ. Μάλλον, η παράλειψη της βιώσιµης παραγωγικότητας από το όραµα της ΚΑΠ δεν είναι ουδέτερη στη συζήτηση για την πολιτική για τη µελλοντική ανταγωνιστικότητα των αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ. ∆ιότι εάν η ανταγωνιστικότητα του παρελθόντος µετρήθηκε κυρίως µε τη σύγκριση του χάσµατος τιµών και τη µέτρηση του αγροτικού εµπορικού ισοζυγίου, η ανταγωνιστικότητα στο µέλλον θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη τις αβεβαιότητες γύρω από αυτήν την πορεία τιµών, τόσο σε παγκόσµιο επίπεδο όσο και εντός της ΕΕ. Εδώ είναι που η βιώσιµη παραγωγικότητα γίνεται κρίσιµη και καθοριστική. Σε αντίθεση µε το παρελθόν, όταν η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών γεωργικών προϊόντων διατροφής αυξήθηκε όταν οι τιµές της ΕΕ µειώθηκαν προς τα επίπεδα των τιµών της παγκόσµιας αγοράς, η µελλοντική ανταγωνιστικότητα των γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ θα πρέπει να αντιµετωπίσει µια ανοδική πίεση σε όλες τις τιµές και την επιδείνωση των όρων εµπορίου για τη γεωργία. Αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα, και το πράξει µε ταυτόχρονη µείωση του αποτυπώµατος της γεωργίας, η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ θα υποφέρει. Ωστόσο, το έγγραφο του Οράµατος είναι εντελώς σιωπηλό για αυτήν την πρόκληση και µε αυτόν τον τρόπο αποτυγχάνει να δει την κόκκινη γραµµή που συνδέει τους διάφορους τοµείς γενικής προτεραιότητας µεταξύ τους.
Πόσο ελκυστικός και ανθεκτικός είναι ο αγροδιατροφικός τοµέας;
Πόσο «ελκυστικός και προβλέψιµος» µπορεί να είναι ο αγροδιατροφικός τοµέας και πόσο «ανταγωνιστικός και ανθεκτικός απέναντι στον αυξανόµενο παγκόσµιο ανταγωνισµό και σοκ» χωρίς σαφή ώθηση στην παραγωγικότητά του; Πόσο «µελλοντική απόδειξη…λειτουργία εντός πλανητικών ορίων» θα είναι τα αγροδιατροφικά προϊόντα εάν αποτύχουν να το κάνουν βιώσιµα; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήµατα είναι απαραίτητη για την επιλογή των µέτρων πολιτικής και την ιεράρχηση των ενεργειών που θα µπορούσαν να επιφέρουν τις επιθυµητές αλλαγές και ο πιθανός αντίκτυπός τους στη βιώσιµη παραγωγικότητα θα µπορούσε να αποτελέσει το φίλτρο µέσω του οποίου ο µακρύς κατάλογος των στοιχείων που αναφέρονται στην ανακοίνωση για το όραµα της ΚΑΠ, ορισµένες προκλήσεις, κάποιες ευκαιρίες, κάποιες προσδοκίες ή θεµιτές επιθυµίες, θα µπορούσαν να συνδυαστούν σε µια συνεκτική πρόταση. Θα ήθελε κανείς να ελπίζει ότι καθώς η συζήτηση για το µέλλον της ΚΑΠ γίνεται πιο συγκεκριµένη και ο δηµόσιος διάλογος προχωρά (η ∆ιάσκεψη για το Όραµα της 8ης Μαΐου θα µπορούσε να προσφέρει µια τέτοια ευκαιρία), τα προτεινόµενα µέσα για την επίτευξη τέτοιων αλλαγών θα γίνουν επίσης σαφέστερα.
*Senior Guest Research Scholar, ∆ιεθνές Ινστιτούτο Εφαρµοσµένης Ανάλυσης Συστηµάτων και Ειδικός Σύµβουλος για τη Βιώσιµη Παραγωγικότητα, Φόρουµ για το Μέλλον της Γεωργίας, πρώην υψηλόβαθµος τεχνοκράτης της DG ΑGRI