Ωστόσο, τα ίδια τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού είναι σε θέση να προκαλέσουν παρενέργειες που θα έφερναν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ έχει υποσχεθεί να επιβάλει δασμούς 60% στα προϊόντα της Κίνας και 10%-50% στις εισαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες. Εκ πρώτης όψεως, η λογική επιτάσσει ότι πράγματι οι εισαγωγές θα μειωθούν, ωφελώντας το εμπορικό ισοζύγιο. Eπίσης, τα έσοδα από δασμούς θα αυξηθούν, ενισχύοντας το ταμείο του κράτους. Ομως θα είναι τέτοια η ένταση των δασμών με κίνδυνο να αποθαρρύνει τις εξαγωγές του υπόλοιπου κόσμου στην αμερικανική αγορά και άρα να συρρικνώσει τη βάση για τους δασμούς που θα αποσκοπούν στα έσοδα. Επιπλέον, το πιθανότερο είναι ότι οι ΗΠΑ θα γίνουν αποδέκτες αντιποίνων, που θα θέσουν αντίστοιχες περιοριστικές ρυθμίσεις για τα προϊόντα των αμερικανικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν μάλιστα ζήτημα πρόσβασης σε εισαγόμενα αγαθά απαραίτητα για τη λειτουργία τους.
Στο μεταξύ, η αμερικανική αγορά θα μετατοπιστεί για τις ανάγκες της από τα ξένα στα εγχώρια προϊόντα, γεγονός που θα ασκήσει έντονες ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Η Fed θα υποχρεωθεί εκ νέου να αυξήσει τα επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Τα υψηλότερα επιτόκια και η ενίσχυση των εξαγωγών στο εμπορικό ισοζύγιο θα φέρουν ακόμη πιο ισχυρό δολάριο, το οποίο με τη σειρά του θα δυσχεράνει τις εξαγωγές αναιρώντας τα πρότερα οφέλη σε όρους εμπορικού ελλείμματος. Στο τέλος της ημέρας, οι λιγότερες εισαγωγές και οι λιγότερες εξαγωγές θα έχουν προκαλέσει μείωση αντί για αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής η οποία ενέχει το ρίσκο να λειτουργήσει ως τεκμήριο αναποτελεσματικότητας του προστατευτισμού στην οικονομία – μετατρέποντας το εμπόριο από συγκριτικό πλεονέκτημα σε συγκριτικό μειονέκτημα για τις ΗΠΑ. Σημειωτέον, σύμφωνα με εκτίμηση του Peterson Institute, οι δασμοί που υπόσχεται ο Ντόναλντ Τραμπ –έως 15 φορές υψηλότεροι από τους δασμούς που εφάρμοσε στην πρώτη θητεία του– εκτιμάται ότι θα κοστίσουν στο μέσο νοικοκυριό των ΗΠΑ τουλάχιστον 2.500 δολάρια ετησίως.
Η παγίδα των απελάσεων και το ρίσκο της μείωσης φόρων
Πηγή νέων προκλήσεων για την αμερικανική οικονομία ενδέχεται να αποδειχθεί η υπόσχεση για μαζικές απελάσεις. Οι μετανάστες αποτελούσαν μέχρι στιγμής τον λόγο για τον οποίο οι ΗΠΑ διαφοροποιούνταν από την Ευρώπη στην ένταση της δημογραφικής γήρανσης και της διάθεσης εργατικών χεριών, καθώς συνέβαλλαν στη χαμηλή –όμως– αύξηση του αμερικανικού πληθυσμού κατά 1% ετησίως. Η συζήτηση αφορά 11 εκατ. μετανάστες που δεν διαθέτουν την αμερικανική υπηκοότητα. Η απέλαση 1 εκατ. μεταναστών κάθε χρόνο θα στερήσει το 0,5% της ετήσιας προσφοράς εργασίας στις ΗΠΑ, αφαιρώντας αθροιστικά το 5% μέσα στην επόμενη δεκαετία, σε μια εξέλιξη η οποία θα αυξήσει τις κενές θέσεις εργασίας –ιδίως σε τομείς που είναι χαμηλά αμειβόμενοι και άρα λιγότερο δημοφιλείς– ασκώντας με τη σειρά της ανοδικές πιέσεις στις τιμές, δηλαδή περισσότερους λόγους για αύξηση των επιτοκίων και ούτως καθεξής. Εκτιμήσεις θέλουν την επίμαχη μείωση των μεταναστών με συμμετοχή στην αμερικανική οικονομία να αυξάνει τον πληθωρισμό κατά περισσότερο από 1% και να ζημιώνει το ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 3% μέσα σε τρία χρόνια.
Οι μειώσεις φόρων
Το επιτελείο του Τραμπ επιθυμεί την επέκταση των φορολογικών μειώσεων που είχε θέσει σε ισχύ το 2017. Το πρόβλημα εδώ, ιδίως αν επιβεβαιωθούν οι προβληματισμοί και στα υπόλοιπα επίπεδα του οικονομικού προγράμματος, δεν είναι άλλο από το δημοσιονομικό σκέλος. Το χρέος βρίσκεται στο 100% του αμερικανικού ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 6%, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για τον αντίκτυπο των νέων φορολογικών περικοπών στα ομοσπονδιακά έσοδα.
Οσοι βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο θεωρούν ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα επιτύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης που οραματίζεται και έτσι δεν θα αντικαταστήσει τα χαμένα έσοδα από την περαιτέρω χαλάρωση της φορολογικής πολιτικής – αναλυτές της Σχολής Wharton στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια υπολόγισαν ότι οι συνδυαστικές παρεμβάσεις σε φόρους και δασμούς θα προσθέσουν στο αμερικανικό έλλειμμα 3-5 τρισ. δολάρια τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Το κυριότερο, το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ σε όλες τις πτυχές του συναντά την κεντρική τράπεζα στον δρόμο του. Ορίζοντας το κόστος του χρήματος, ο ρόλος της Fed είναι σε θέση να κρίνει την υλοποίηση της ατζέντας του, γεγονός που από μόνο του θέτει τις βάσεις μιας δυνητικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ θα επιχειρήσει να εξαναγκάσει τον Τζερόμ Πάουελ σε μείωση των επιτοκίων παρά τον υψηλό πληθωρισμό – ο διοικητής της Fed έχει κάνει σαφή την πρόθεση να παραμείνει προσηλωμένος στην εντολή του. Η θέση που ανοίγει στο Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας το 2026 θεωρητικά προσφέρει παράθυρο ευκαιρίας για συσχετισμούς υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, όμως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν να δουν οι επενδυτές στις ΗΠΑ είναι η εξέλιξη μιας κόντρας που θα έθετε σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της Fed.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τη βραχυπρόθεσμη θετική αντίδραση των αγορών επισκιάζει η μακροπρόθεσμη αρνητική πρόβλεψη των οικονομολόγων που επεξεργάζονται σενάρια «εκπυρσοκρότησης» της αμερικανικής οικονομίας με όχημα τα Trumponomics.
Πηγή:Moneyreview.gr