Τί γίνεται όµως µε τους αγρότες; Όπως έχει επισηµανθεί από τις στήλες της Agrenda και παλιότερα, πολλοί είναι αυτοί που κλαίνε πάνω από το «χυµένο γάλα» της µεσαίας τάξης, λίγοι ωστόσο αναγνωρίζουν το γεγονός ότι οι αγρότες αποτελούν αναπόσπαστο τµήµα της και φυσικά το πολυπληθέστερο όσων τη συνθέτουν.
Υπενθυµίζεται ότι µετά τη µεγάλη αγροτική µεταρρύθµιση των αρχών του περασµένου αιώνα και ακόµα περισσότερο µετά την ταχεία εκµηχάνιση της ελληνικής γεωργίας το δεύτερο µισό του 20ου αιώνα, ο αγροτικός χώρος στην Ελλάδα διακρινόταν για µεγάλη οµοιογένεια. Σ' αυτό συνέβαλε σε κάποιο βαθµό και η ανάπτυξη του αγροτικού συνεργατισµού, ως αποτέλεσµα πολιτικών επιλογών αλλά και προσωπικοτήτων όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (προπολεµικά), ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής (µεταπολεµικά) και ο Ευάγγελος Αβέρωφ (προδικτατορικά και µέχρι τα πρώτα χρόνια της µεταπολίτευσης). Τη συνοχή µεταξύ των συντελεστών της αγροτικής παραγωγής διευκόλυναν σηµαντικά και οι πρώτες (µόνο) κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Μετά το '90 ωστόσο τα πράγµατα άρχισαν να αλλάζουν, τα συνεργατικά σχήµατα υποχώρησαν και οι αποκλίσεις στις τάξεις των αγροτών άρχισαν να γίνονται αισθητές. Η παράµετρος των «ιστορικών δικαιωµάτων» επί των ενισχύσεων της ΚΑΠ, όπως διευκολύνθηκαν από την ΕΕ και υιοθετήθηκαν από τη χώρα µας, επέτειναν το πρόβληµα.
Διαβάστε επίσης: Το επόμενο πρόγραμμα νέων αγροτών γίνεται στίβος που δίνει πριμ εγκατάστασης μόνο σε πραγματικούς αγρότες
Σήµερα, η διαδικασία συγκέντρωσης της αγροτικής δραστηριότητας σε όλο και λιγότερα χέρια, εµφανίζεται ως µονόδροµος. Βεβαίως αυτή η διαδικασία, όσο κι αν διευκολύνεται από κάποιες πλευρές, δεν συνάδει ούτε µε τις γενικότερες κατευθύνσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ούτε βέβαια µε την Πράσινη Συµφωνία και τη στρατηγική Farm to Fork (από το χωράφι στο πιάτο), που έχουν υιοθετήσει τον τελευταίο καιρό οι Βρυξέλλες. Η περαιτέρω συγκέντρωση της αγροτικής δραστηριότητας και παράλληλα της αγροτικής γης σε λίγους, µπορεί να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των κεφαλαιούχων - επενδυτών, να διευκολύνει πιθανόν τη στρατηγική των οικονοµικών συντελεστών που συνδράµουν το χώρο και να ενισχύει ενδεχοµένως την ανταγωνιστικότητα των λίγων ισχυροποιούµενων παραγωγικών µονάδων, δεν συνιστά ωστόσο συνταγή αειφορίας και δεν προάγει την κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο της αγροτικής υπαίθρου. Τα αποτελέσµατα αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατά στην εικόνα παρακµής που αποπνέουν σήµερα τα περισσότερα ελληνικά χωριά και είναι από τα στοιχεία που θα απασχολήσουν έντονα τη δηµόσια ζωή τα επόµενα χρόνια.