Το α’ τρίμηνο η οικονομία είχε αναπτυχθεί κατά 0,2%. «Το ερώτημα για το υπόλοιπο του έτους δεν είναι πλέον πότε θα έρθει η ανάκαμψη, αλλά αν μπορεί να αποφευχθεί μια άλλη ύφεση», προειδοποιεί ο Ρόμπιν Βίνκλερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank.
Σε διεθνή σύγκριση, η Γερμανία είναι μάλιστα πολύ πίσω: Στο σύνολο της Ε.Ε. το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο. Στην Ισπανία η αύξηση έφτασε το 0,8%, στη Γαλλία ήταν 0,3% και στην Ιταλία ήταν 0,2%. Στις ΗΠΑ το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,7%.
«Με την απογοητευτική ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο και σχεδόν όλους τους δείκτες οικονομικού κλίματος να δείχνουν προς τα κάτω, η γερμανική οικονομία έχει επιστρέψει στο σημείο που ήταν πριν από ένα χρόνο: στη στασιμότητα», λέει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING. Είναι «στο κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης σε ολόκληρη τη Ζώνη του ευρώ».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ένας από τους λόγους της οικονομικής επιβράδυνσης ήταν η μείωση των επενδύσεων κατά 4,1% στον τομέα του μηχανολογικού εξοπλισμού, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ακόμη περισσότερο δηλαδή και από τη μείωση των επενδύσεων σε κτιριακές υποδομές (-2%).
Αναπόφευκτη ύφεση
Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία κινδυνεύει να ξαναπέσει σε ύφεση. Εάν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν συρρικνωθεί δύο συνεχόμενα τρίμηνα, οι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για «τεχνική ύφεση». Η όποια ανάκαμψη πάντως μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς το 2025, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της DekaBank, Ούλριχ Κάτερ. Ήδη, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου υποχώρησε κατά 0,4 μονάδα, στις 86,6 μονάδες, τον Αύγουστο.
Ήταν η τρίτη κατά σειρά πτώση στο σημαντικότερο γερμανικό οικονομικό βαρόμετρο. «Η γερμανική οικονομία έχει περιέλθει σε στασιμότητα», δήλωσε ο επικεφαλής των ερευνών του Ifo, Κλάους Βόλραμπε. Το μόνο ενθαρρυντικό σημάδι ήταν ότι το ομοσπονδιακό δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε ελαφρά το πρώτο εξάμηνο του έτους, κατά 17,9 δισ. ευρώ. Αλλά αυξήθηκε κατακόρυφα το έλλειμμα των κρατιδίων και των δήμων, κατά 7,2 και 6,4 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Παρά την αδύναμη οικονομία, τα φορολογικά έσοδα του κράτους αυξήθηκαν κατά 3,6% το πρώτο εξάμηνο του έτους σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Δύσκολη η διόρθωση
Οι λόγοι για τη δεινή θέση της γερμανικής οικονομίας είναι πολλοί. Και αυτό σημαίνει επίσης ότι είναι δύσκολο να διορθωθούν. Η χώρα αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις ταυτόχρονα: δημογραφικό πρόβλημα και επακόλουθη έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων. Υψηλές τιμές ενέργειας που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Καθυστέρηση σε επενδύσεις στην ψηφιοποίηση, τον πράσινο μετασχηματισμό και τις υποδομές, που τώρα πρέπει να καλυφθούν όλα.
Και, τέλος, αυξανόμενος ανταγωνισμός από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία – δύο χώρες που θέλουν να είναι κάτι περισσότερο από «πάγκος εργασίας» του κόσμου. Όπως γράφει η Handelsblatt, για παράδειγμα η γερμανική χημική βιομηχανία δεν θα βγει από την οικονομική αδυναμία το 2024, γιατί η Κίνα εξάγει πλέον χημικά προϊόντα σε επίπεδα ρεκόρ, βυθίζοντας τις τιμές τους και, φυσικά, τα περιθώρια κέρδους των γερμανικών επιχειρήσεων.
Καταστροφικά δεδομένα
Για να κατανοήσουμε την πτώση, ή μάλλον τη συρρίκνωση, της γερμανικής οικονομίας, αρκεί να δούμε τα στοιχεία που παρέχει η S&P Global: Τον Αύγουστο 2024 επιβεβαιώθηκε η συρρίκνωση που είχε καταγραφεί ήδη τον Ιούλιο, με αυξημένο μάλιστα ρυθμό. Ο δείκτης PMI της μεταποίησης υποχώρησε, επίσης, στις 42,1 μονάδες έναντι 43,2 τον Ιούλιο. Ο PMI των υπηρεσιών έπεσε από τις 52,5 μονάδες τον Ιούλιο στις 51,4 τον Αύγουστο. «Τα δεδομένα είναι καταστροφικά», λέει ο Σάιρους Ντε λα Ρούμπια, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank. «Οι δυσκολίες του τομέα της μεταποίησης αρχίζουν να έχουν επιπτώσεις και στις υπηρεσίες. Για τρίτο συνεχόμενο μήνα η ανάπτυξη της δραστηριότητας των υπηρεσιών έχει επιβραδυνθεί».
Για τον επικεφαλής οικονομολόγο της Commerzbank «η ανάκαμψη που αναμενόταν για το δεύτερο εξάμηνο του έτους δεν φαίνεται να λαμβάνει σάρκα και οστά», παρά το γεγονός ότι υπάρχουν λόγοι να είμαστε σίγουροι, όπως «η μείωση του πληθωρισμού και η αύξηση των μισθών». «Αλλά φαίνεται ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική πολιτική έχει περιορίσει τις καταναλωτικές δαπάνες». Οι πιθανότητες για ένα δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο αρνητικής ανάπτυξης έχουν αυξηθεί.
Η ευθύνη των εταιρειών
Για την κατάσταση αυτή δεν ευθύνεται μόνο το κράτος, αν και δεν έχει επενδύσει αρκετά, ειδικά τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι επίσης οι εταιρείες της χώρας. Σύμφωνα με την τράπεζα KfW, ενώ το 2008 οι γερμανικές εταιρείες επένδυσαν ποσά ίσα με το 13,1% του ΑΕΠ, το 2020 ήταν στο 12,3%. Για σύγκριση: το 1990, σύμφωνα με την KfW, οι επενδύσεις στη Γερμανία ήταν ακόμα 15,8% του ΑΕΠ. «Απλά, το ηθικό των Γερμανών επιχειρηματιών είναι σε ελεύθερη πτώση», γράφει, μάλλον χαιρέκακα, η γαλλική le Figaro.
Πηγή:Naftemporiki.gr