Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υποχώρησαν κατά 2,25 δισ. ευρώ έναντι αύξησής τους κατά 2,18 δισ. ευρώ ένα μήνα νωρίτερα.
Τραπεζικοί κύκλοι σημειώνουν πως πρόκειται για μία αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς ο Οκτώβριος είναι παραδοσιακά ένας πτωτικός μήνας για τα ρευστά διαθέσιμα που τηρεί ο εταιρικός τομέας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως επισημαίνουν, κατά την αντίστοιχη περυσινή περίοδο η υποχώρησή τους είχε διαμορφωθεί στα 2,24 δισ. ευρώ, ενώ ακόμη και στις χρονιές της πανδημίας, όπου οι κρατικές ενισχύσεις ήταν συνεχείς, η μεταβολή τους ήταν αρνητική το υπό εξέταση διάστημα.
Εφέτος όμως, η υποχώρηση των μεγεθών καταγράφηκε παρά το γεγονός ότι η καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 2,2 δισ. ευρώ.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί προβληματισμό για τις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία και ιδιαίτερα στο κομμάτι της κατανάλωσης, η οποία λόγω της συνεχιζόμενης ακρίβειας παρουσιάζει αρρυθμίες.
Οι ίδιοι κύκλοι τονίζουν πάντως πως οι συνολικές επιδόσεις του 2024 είναι καλύτερες σε σύγκριση με το 2023.
Συγκεκριμένα, στο εφετινό δεκάμηνο καταγράφονται καθαρές εισροές σε λογαριασμούς μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων της τάξης των 667 εκατ. ευρώ, ενώ πέρυσι το ίδιο διάστημα τα υπόλοιπα παρουσίαζαν μείωση άνω των 1,7 δισ. ευρώ.
Οι κινήσεις των ιδιωτών
Από την άλλη, στα φυσικά πρόσωπα, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024, τα υπόλοιπα καταγράφονται ενισχυμένα κατά 250 εκατ. ευρώ.
Το αντίστοιχο περυσινό διάστημα οι καθαρές εισροές είχαν ανέλθει σε 2,7 δισ. ευρώ. Ήταν ωστόσο η περίοδος που το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών παρέμενε στο τραπεζικό σύστημα, λόγω της αύξησης των αποδόσεων σε προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περυσινό 10μηνο η άνοδος των υπολοίπων σε λογαριασμούς προθεσμίας είχε διαμορφωθεί στα 12,3 δισ. ευρώ έναντι αύξησής τους κατά μόλις 664 εκατ. ευρώ εφέτος.
Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στη στροφή περισσότερων αποταμιευτών το 2024 σε αμοιβαία κεφάλαια, κατά βάση ομολογιακά, που υπόσχονται αποδόσεις καλύτερες των προθεσμιακών καταθέσεων, τα επιτόκια των οποίων από το καλοκαίρι του 2023 σταμάτησαν να ενισχύονται.
Έτσι, ενώ έως και τον Οκτώβριο του 2023 οι καθαρές εισροές σε επενδυτικά προϊόντα είχαν διαμορφωθεί στα 2,5 δισ. ευρώ περίπου, το αντίστοιχο εφετινό διάστημα αναρριχήθηκαν πάνω από τα 4,1 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για χρήματα που εξήλθαν των τραπεζικών λογαριασμών, μειώνοντας τα υπόλοιπά τους σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με πέρυσι.
Ο απολογισμός της 8ετίας
Συνολικά πάντως το 2024, με τα στοιχεία που υπάρχουν έως και σήμερα, η αγορά κινείται περίπου στα ίδια με τα περυσινά επίπεδα.
Ειδικότερα, οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχουν αυξηθεί κατά 724 εκατ. ευρώ έναντι ανόδου τους κατά 809 εκατ. ευρώ στο 10μηνο του 2023.
Αν και ο Νοέμβριος αποδειχθεί πτωτικός μήνας, όπως συνηθίζεται, δεν αποκλείεται το ισοζύγιο εισροών – εκροών να επανέλθει σε αρνητικό έδαφος, για να ανακάμψει τον τελευταίο μήνα της χρονιάς, κατά τη διάρκεια του οποίου πάντοτε καταγράφεται άνοδος.
Με αυτά τα δεδομένα, το 2024 εκτιμάται πως θα κλείσει με άνοδο των καταθετικών υπολοίπων κατά 5 – 6 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή περίπου και πέρυσι.
Πρόκειται για την όγδοη συνεχή ανοδική χρονιά, από το 2017 μέχρι και σήμερα, σε συνέχεια της δραματικής για τη ρευστότητα των τραπεζών διετίας 2015 – 2016, λόγω της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης που προκάλεσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Έκτοτε, οι καταθέσεις κινούνται μόνιμα σε θετικό έδαφος, με το ρυθμό ανόδου των μεγεθών να επιταχύνεται από το 2019, λόγω της βελτίωσης των μακροοικονομικών προοπτικών, με εξαίρεση το διάλειμμα της πανδημίας, κατά το οποίο ωστόσο ενεργοποιήθηκαν σημαντικά μέτρα κρατικής στήριξης.
Ως αποτέλεσμα, κατά την 7ετία 2017 – 2023, η καταθετική βάση ενισχύθηκε κατά 73,4 δισ. ευρώ, ενώ μετά την αναμενόμενη εφετινή άνοδό της, εκτιμάται ότι η σωρευτική μεταβολή θα ξεπεράσει τα 78 δισ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, τα υπόλοιπα νοικοκυριών και επιχειρήσεων στις ελληνικές τράπεζες θα επιστρέψουν στη ζώνη των 200 δισ. ευρώ, στα επίπεδα που βρίσκονταν κατά τους πρώτους μήνες μετά το ξέσπασμα της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης. στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Πηγή:Ot.gr