Η γνωστή υπόθεση αναδιάρθρωσης της αγροτικής παραγωγής δεν µπορεί να συµβεί όσο διατηρούνται οι µεγάλες επιδοτήσεις προς τους ετεροεπαγγελµατίες κατόχους αγροτικής γης, υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή ∆ιεύθυνση Γεωργίας, συµβουλεύοντας τα κράτη-µέλη να ξαναδούν από την αρχή το καθεστώς βασικής ενίσχυσης για τη νέα ΚΑΠ. Οικονοµετρικές µελέτες άλλωστε δείχνουν ότι κάθε ευρώ βασικής ενίσχυσης κεφαλαιοποιείται σε 32 σεντς ακριβότερων µισθωτηρίων, δηλαδή κατά µέσο όρο ένα «καπέλο» στο κόστος παραγωγής της τάξεως των 16 ευρώ για τον Έλληνα παραγωγό. Έτσι, αφενός οι νέοι αγρότες αντιµετωπίζουν υψηλότερο αρχικό κόστος επένδυσης και αφετέρου οι υφιστάµενοι αντιµετωπίζουν υψηλότερο κόστος επέκτασης. Κατά συνέπεια, η µεταφορά γης από λιγότερο δραστήριους αγρότες µειώνεται, γεγονός που έχει αρνητικό αντίκτυπο και στις διαρθρωτικές προσαρµογές στον γεωργικό τοµέα. «Όσο πιο ενιαία είναι η πληρωµή, δηλαδή δεν διαφοροποιείται ανά περιοχή, καλλιέργεια και οικονοµικές συνθήκες, τόσο πιο εύκολα η ενίσχυση ενσωµατώνεται στις τιµές της γης», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητώντας από τα κράτη-µέλη στη νέα ΚΑΠ να ακολουθήσουν ένα ευρύτερο µοντέλο «ζωνοποίησης» των ενισχύσεων. Ο παραπάνω διαχωρισµός θα µπορούσε να έχει γεωγραφικά, οικονοµικά και καλλιεργητικά κριτήρια ακόµα και στοιχεία του αγροτικού ΑΕΠ κάθε Περιφέρειας, ώστε να στοχευθεί η ενίσχυση εκεί που πραγµατικά υπάρχει ανάγκη και να µην κεφαλαιοποιείται στο τέλος σε ακριβότερα µισθωτήρια. Σηµειωτέον, πως πάνω από το 50% της αγροτικής γης στην Ελλάδα νοικιάζεται.
Διαβάστε επίσης: Στην ADAMA περιέρχεται και τυπικά το 100% της ΑΛΦΑ Γεωργικά Εφόδια
Αναλυτικότερα, σύµφωνα µε οικονοµετρικές µελέτες, ανά ευρώ ενιαίας ενίσχυσης προσθέτονται µεταξύ 0,15 και 0,32 ευρώ στο ενοίκιο γης. Επιπλέον κάθε ευρώ ενιαίας ενίσχυσης µπορεί να αυξήσει την αξία της γης κατά 0,94 ευρώ στην Ευρώπη.
Κατά καιρούς, προτείνονται εναλλακτικές λύσεις σε σχέση µε την κατανοµή των άµεσων πληρωµών βάσει έκτασης (π.χ. ανά εκµετάλλευση ή ανά µονάδα εργασίας) για να επιτραπεί µια πιο δίκαιη κατανοµή της στήριξης προς τον στόχο ενός βιώσιµου αγροτικού εισοδήµατος. Κάποιοι φορείς υποστηρίζουν για παράδειγµα τον καθορισµό ανώτατου ορίου για τις βασικές ενισχύσεις ανά µονάδα οικογενειακής εργασίας και ανάλογα µε το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν των κρατών µελών.
Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις αναφέρει η DG Agri έχουν επίσης µειονεκτήµατα, όπως η δυσκολία επίτευξης ορισµένων στόχων (π.χ. περιβαλλοντικών), η δυνατότητα ευκαιριακής συµπεριφοράς (κατακερµατισµός εκµετάλλευσης, υπερβολή στον αριθµό µονάδων εργασίας κ.λπ.) και έλλειψη αξιόπιστων πηγών δεδοµένων.