Χρησιμοποιώντας δεδομένα πέντε δεκαετιών από όλες τις ΗΠΑ, οι ερευνητές του College of Agricultural Sciences ανέλυσαν τους πιθανούς παράγοντες και τους μηχανισμούς που μπορεί να επηρεάζουν τον αριθμό των λουλουδιών που αναπτύσσονται σε διαφορετικές περιοχές και συνεπώς την ποσότητα μελιού που παράγεται από τις μέλισσες.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Environmental Research διαπίστωσε ότι οι αλλαγές στις αποδόσεις του μελιού με την πάροδο του χρόνου συνδέονται με την εφαρμογή ζιζανιοκτόνων και τη γεωργική εκμετάλλευση της γης με δραστηριότητες οι οποίες δεν υποστηρίζουν τους επικονιαστές. Παράλληλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι περίοδοι ξηρασίας και ψύχους συνέβαλαν ως παράγοντες που επηρέασαν τις αποδόσεις παραγωγής.
Συνολικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι κλιματικές συνθήκες και η παραγωγικότητα του εδάφους που σχετίζεται με τις φυσικές, χημικές και βιολογικές του ιδιότητες ήταν μερικοί από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την εκτίμηση της απόδοσης του μελιού. Τα κράτη τόσο στις θερμές όσο και στις ψυχρές περιοχές παρήγαγαν υψηλότερες αποδόσεις μελιού όταν είχαν εδάφη περισσότερο παραγωγικά.
Οι εδαφικές και κλιματικές συνθήκες καθορίζουν τα βασικά επίπεδα παραγωγής μελιού, ενώ οι αλλαγές στη χρήση γης, στη χρήση ζιζανιοκτόνων και οι καιρικές συνθήκες επηρέασαν την ποσότητα που παράγεται σε ένα «δεδομένο έτος», σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η Gabriela Quinlan, η κύρια συγγραφέας της μελέτης και μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών (NSF) στο Τμήμα Εντομολογίας και Κέντρου Έρευνας Επικονιαστών του Penn State, είπε ότι εμπνεύστηκε τη διεξαγωγή της μελέτης αφού παρακολούθησε συναντήσεις και συνέδρια μελισσοκόμων και άκουσε επανειλημμένα το ίδιο σχόλιο: Δεν μπορείς να φτιάξεις μέλι όπως παλιά.
«Δεν είναι σαφές πώς η κλιματική αλλαγή θα συνεχίσει να επηρεάζει την παραγωγή μελιού, αλλά τα ευρήματά μας μπορεί να βοηθήσουν στην πρόβλεψη αυτών των αλλαγών», είπε η Κουίνλαν. «Για παράδειγμα, οι πόροι των επικονιαστών μπορεί να μειώνονται στις Μεγάλες Πεδιάδες καθώς το κλίμα θερμαίνεται και γίνεται πιο ήπιο, ενώ οι πόροι μπορεί να αυξηθούν στα μέσα του Ατλαντικού καθώς οι συνθήκες γίνονται θερμότερες».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ένας από τους μεγαλύτερους στρεσογόνους παράγοντες για τους επικονιαστές είναι η έλλειψη λουλουδιών που μπορούν να παρέχουν αρκετή γύρη και νέκταρ για φαγητό. Επειδή διαφορετικές περιοχές μπορούν να υποστηρίξουν διαφορετικά ανθοφόρα φυτά ανάλογα με το κλίμα και τα χαρακτηριστικά του εδάφους, είπαν ότι υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό περιοχών και τοπίων με αρκετά λουλούδια για να γίνουν φιλικά προς τις μέλισσες.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι οι μειώσεις στη γη με σπόρους σόγιας και οι αυξήσεις στη γη του Προγράμματος Αποθεμάτων Διατήρησης, ένα εθνικό πρόγραμμα διατήρησης που έχει αποδειχθεί ότι υποστηρίζει τους επικονιαστές, είχαν και τα δύο θετικά αποτελέσματα στις αποδόσεις του μελιού.
Τα ποσοστά εφαρμογής ζιζανιοκτόνων ήταν επίσης σημαντικά για την πρόβλεψη των αποδόσεων του μελιού, πιθανώς επειδή η αφαίρεση των ανθοφόρων ζιζανίων μπορεί να μειώσει τις διατροφικές πηγές που είναι διαθέσιμες στις μέλισσες.
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρέχουν μια βάση για τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι παραπάνω παράγοντες επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα των φυτικών πόρων, κάτι που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη στρατηγικών για ανθεκτικές κοινότητες φυτών-επικονιαστών ενόψει της παγκόσμιας αλλαγής.
Πηγή: psu.edu