Μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες το θέμα του νερού έκανε και πάλι πρωτοσέλιδα και το συναντήσαμε στους τίτλους των ρεπορτάζ. Επίσης, τα προβλήματα που σχετίζονται με τους συστημικούς κινδύνους, που αφορούν τους υδάτινους πόρους, και επί μακρόν ήταν θέμα συζήτησης, αλλά μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, τώρα πλέον είναι πραγματικότητα για αγρότες, παραγωγούς, επιχειρήσεις και κοινότητες σε όλο τον κόσμο.
Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολυετής έλλειψη νερού υποχρεώνει τους καλλιεργητές αμυγδάλου στην Καλιφόρνια να ξεριζώσουν τα δέντρα τους, ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μόλις εξέδωσε εντολή για μεγάλη μείωση στη χρήση νερού από τις ροές του ποταμού Κολοράντο. Το θέμα της δημιουργίας ανθεκτικών συστημάτων, ώστε να μπορέσουμε να διαχειριστούμε με τρόπο βιώσιμο τους υδάτινους πόρους, είναι αυτό που απασχολεί τις εργασίες της τρέχουσας Παγκόσμιας Εβδομάδας Νερού. Οι έρευνες από το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Νερού (WRI) δείχνουν ότι οι άνθρωποι πρόκειται έως το 2030 να χρησιμοποιήσουν 56% περισσότερο νερό από όσο αντέχει ο πλανήτης. Το κόστος για να λυθεί το πρόβλημα ανέρχεται σε 1 τρισ. δολ., σύμφωνα με το Ινστιτούτο, ποσόν το οποίο είναι μικρότερο από το 1% του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας και έως και 8% του ΑΕΠ μικρότερων χωρών, όπως είναι το Μάλι. Βέβαια, το κόστος του να μη ληφθούν καθόλου μέτρα θα μεταφραζόταν σε μια συρρίκνωση έως και 6% στο παγκόσμιο ΑΕΠ έως το 2050.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος αντιμετωπίζει μια παγκόσμια κρίση και καλείται να αντιδράσει συντονισμένα. Η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1992 για την Κλιματική Αλλαγή (ΙPCC) ξεκίνησε με ειλικρινείς προθέσεις την προσπάθεια για να οργανώσει ένα πλαίσιο διακυβέρνησης και κατάρτισης περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Το πιο επείγον όλων, όπως φαίνεται από την τελευταία σχετική έκθεση του ΟΗΕ για το κλίμα, είναι πως πρέπει να γίνουν όλα γρήγορα και συντονισμένα από πλευράς καταναλωτικού κοινού, πολιτικών, επιχειρήσεων και επενδυτών, έχοντας έναν κοινό στόχο. Πρώτον, ως πυξίδα της εκστρατείας για την κλιματική αλλαγή πρέπει να θεωρηθεί η δέσμευση να μην αυξηθεί η θερμοκρασία της Γης άνω του 1,5 βαθμού Κελσίου. Δεύτερον, στην περίπτωση του νερού ως πυξίδας χρειάζεται να θεωρηθεί μια οικουμενικά αποδεκτή προσέγγιση των δεδομένων και της επιστήμης. Ωστόσο δεν υπάρχει ανάλογο διεθνές πλαίσιο για το νερό με την ΙPCC, οπότε δεν υπάρχει μια επιστημονική βάση η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για να δοθούν συστάσεις προς τους χαράσσοντες πολιτική. Το να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο της IPCC για το νερό ούτε ρεαλιστικό είναι ούτε και εφικτό με κριτήριο τον χρόνο και την κλίμακα.
Αντ’ αυτού απαιτείται μια πολύ γρηγορότερη απάντηση, σε συνεργασία με τους υφιστάμενους επιστημονικούς οργανισμούς, ώστε να συμφωνηθεί μια σημερινή επιστημονική τοποθέτηση ως προς το φρέσκο νερό, να εξεταστεί τι είδους συστάσεις σε επίπεδο πολιτικής και ποιες συζητήσεις θα προκύψουν, καθώς και να συγκροτηθεί ενιαίο σύστημα μετρήσεων και καταγραφής. Το τελευταίο, ειδικά, είναι πολύ σημαντικό για όσες επιχειρήσεις επιδιώκουν να δηλώνουν την έκθεσή τους στους ρύπους και για οργανισμούς, όπως το Ινστιτούτο Νερού και ο Ceres (μη κερδοσκοπικό ίδρυμα για την «πράσινη» μετάβαση της οικονομίας), που αναζητούν τρόπους υπολογισμού του κινδύνου. Τρίτον, τέλος, απαιτείται και ταχεία εξεύρεση και εκταμίευση κεφαλαίου για επενδύσεις στο νερό και κλιμάκωση των τεχνολογικών λύσεων. Χρειάζονται δομές για τη διοχέτευση πόρων στους υδάτινους πόρους και κατάλληλοι μηχανισμοί για τον ορισμό, την ποσοτικοποίηση και τη διαχείριση των συναφών κινδύνων για όλες τις πλευρές της επενδυτικής εξίσωσης.
* Συνιδρυτής της εταιρείας συμβούλων και επενδύσεων με ειδίκευση στην κλιματική αλλαγή Pollination.
Πηγή: kathimerini.gr