
«∆είξαµε τι µπορεί να παράξει αυτός ο τόπος αν στοιχειωδώς τον υπηρετείς, µε σύστηµα, επιµονή και µέθοδο και όραµα. Με αυτή την έννοια η αναβίωση της ποικιλίας Μαλβάζια στη Μονεµβασιά ήταν µια πολιτική παρέµβαση», τόνισε στην από καρδιάς τοποθέτησή του στη φετινή εκδήλωση του Αγρότη της Χρονιάς ο οινοποιός Γιώργος Τσιµπίδης.
Για τον αγώνα της αναβίωσης του οίνου Malvasia µίλησε µε πάθος ο Γιώργος Τσιµπίδης στην εκδήλωση του Αγρότη της Χρονιάς.
Μου άρεσε η ιστορία από τα παιδικά µου χρόνια. Έχω γεννηθεί και µεγαλώσει στη Μονεµβασιά και κάποια στιγµή, αφού έκανα τον κύκλο µου, φυσικός έχω σπουδάσει, είπα "τι γίνεται µε αυτό τον τόπο; Ας δούµε λίγο την ιστορία"», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της Οινοποιητική Μονεµβασιάς, Γιώργος Τσιµπίδης, προσκεκληµένος αλλά και οικοδεσπότης στην εκδήλωση του Αγρότη της Χρονιάς, που φέτος φιλοξενήθηκε στη Μονεµβασιά.
Μπορώ να μιλώ πολλές ώρες γι’ αυτή την ιστορία. Έπρεπε να γίνουν τα πάντα, δηλαδή να φτιαχτούν αμπέλια, να καλλιεργηθούν με ποικιλίες μοναδικές. Να αντλήσουμε κεφάλαια -ό,τι είχαμε το είχαμε ρευστοποιήσει–με 15 εκατομμύρια δεν μπορείς να τρέξεις ένα τέτοιο πρότζεκτ. Φτιάξαμε 300 στρέμματα αμπέλια με γηγενείς, μοναδικές ποικιλίες της περιοχής».
«Ο τόπος λοιπόν ενέγραψε ιστορικά ότι αξιοποίησε δύο πράγµατα: Τη στρατηγική του θέση στους τότε θαλάσσιους δρόµους ως οχυρωµατική θέση και εµπορικό κέντρο και όταν παρήγαγε επώνυµο προϊόν. Βρισκόµαστε στον 13ο - 15ο αιώνα -και λίγο απ’ τον 12ο- και όταν λέµε επώνυµο, εννοούµε το περίφηµο Μονεµβασιά – Malvasia. Ήτανε το κρασί που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Στη ∆ύση το αποκαλούσαν οι Γενουάδες, οι Λατίνοι και οι Βενετοί Malvasia, στην Ανατολή το εµπόριο το ήλεγχαν οι Έλληνες και το ονόµαζαν Μονεµβασιά, Μονεµβασίτη ή Μονεµβάσιο». Οι σκέψεις αυτές, σύµφωνα µε τον κ. Τσιµπίδη, γίνονται στη δεκαετία του '90, όταν η περιοχή ό,τι παρήγαγε ήταν όλα ανώνυµα και αδιαβάθµητα. Η σκέψη του ήταν: «Με τι µπορώ να συνδέσω την παρουσία µου στην εµπράγµατη ζωή και να προσφέρω στον τόπο; Μήπως να ασχοληθούµε µε το να ξαναδώσουµε πίσω µια χαµένη ιστορία;».
Όπως μάλιστα σημειώνει ο Γιώργος Τσιμπίδης, «το ενδιαφέρον είναι ότι «το κρασί Malvasia, η ποικιλία Malvasia δεν έπαψε να υπάρχει. Καλλιεργούνταν στην Κροατία, την Ιταλία, την Ισπανία, τις Μαδέρες, ακόμη και στην Καλιφόρνια. Έφερε το όνομα Μalvasia, δηλαδή Μονεμβασιά, και δεν υπήρχε στον τόπο που τη γέννησε και έφερε το όνομά της».
Ερευνητικά προγράμματα και πειραματικές οινοποιήσεις
«Εκείνη την εποχή άρχισε να αρθρογραφεί η Σταυρούλα Κουράκου Δραγώνα στην Κυριακάτικη Καθημερινή. Βρεθήκαμε και ξεκίνησε η εφαρμογή ενός συνολικού σχεδίου που περιλάμβανε δράσεις και ενέργειες σε πέντε επίπεδα. Το πρώτο είχε σχέση με την έρευνα -τόσο τη θεωρητική, όσο και την πειραματική. Οργανώθηκαν τέσσερις επιστημονικές συναντήσεις-συνέδρια, οι δύο στη Μονεμβασιά: Το 1998 η πρώτη, το 2005 η δεύτερη, το 2005 στον Δήμο Γαζίου Κρήτης και το 2006 από το Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών, από την επιστημονική ομάδα "Οίνο ιστορώ" το τέταρτο συνέδριο που ήταν αφιερωμένο στην επιστημονική διερεύνηση του θέματος του Μalvasia. Εκεί αναλύθηκαν και προσεγγίθηκαν όλες οι πτυχές. Δηλαδή, γιατί λέγαμε να φτιάξουμε το Malvasia, τι είδους κρασί ήτανε, τι ποικιλιακή σύνθεση είχε, ποιος ήταν ο τρόπος παραγωγής; Η καταγωγή του αμφισβητείτο. Εκεί δόθηκαν απαντήσεις σε όλα τα θέματα και μάλιστα διατυπώθηκε από την κυρία Κουράκου πρόταση νομοθετικής ρύθμισης. Παράλληλα, σε ερευνητικό επίπεδο τρέχαμε δύο ερευνητικά προγράμματα.
Το ένα ξεκίνησε από το 1999 έως το 2001, που είχε να κάνει με την καταγραφή, μελέτη και την παραγωγή βασικού φυτοπολλαπλασιαστικού υλικού από ποικιλίες τοπικές που πιθανώς μετείχαν στην παραγωγή του οίνου Malvasia. Μετείχε το Εργαστήρι Αμπελολογίας του ΓΠΑ, το Τμήμα Φυτοπαθολογίας Γεωπονικού Θεσσαλονίκης και το ΕΘΙΑΓΕ με το Τμήμα Οινολογίας του Ηρακλείου Κρήτης. Εκεί καταγράφηκαν 14 σπάνιες τοπικές ποικιλίες. Αναφέρονται μάλιστα στο σύγγραμμα που εξέδωσε μετά η Χαρούλα Σπινθηροπούλου που μετείχε στην ερευνητική ομάδα και τις περιγράφει. Από αυτές, ταυτόχρονα, στη συνέχεια του προγράμματος αυτού που κράτησε τρία χρόνια, τρέξαμε ένα πρόγραμμα με πειραματικές οινοποιήσεις, να δούμε τα οινικά χαρακτηριστικά και τη μελέτη των χαρακτηριστικών, να δούμε τι κρασιά μπορεί να δώσουνε και να φτιάξουμε ένα πρότυπο κρασί τύπου Malvasia. Στείλαμε σταφύλια από αυτές τις ποικιλίες και κατέληξε το Ινστιτούτο Οίνου σε μια πρόταση πώς έπρεπε να είναι κατά τη γνώμη τους και με βάση τα ιστορικά ντοκουμέντα και δεδομένα αυτό το κρασί».
Δεν υπάρχει διαγωνισμός που να μετείχε το κρασί και να μην απέσπασε την ύψιστη διάκριση.
Η αναγνώριση του ΠΟΠ
Στη συνέχεια, όπως διηγείται ο επικεφαλής της Οινοποιητική Μονεμβασιάς, υποβλήθηκε το αίτημα για την αναγνώριση του ΠΟΠ Μονεμβασιά – Malvasia τον Φλεβάρη του 2009. Και 23 Ιουλίου του 2010 εκδόθηκε το φύλλο της εφημερίδας 1.125 στις 23 Ιουλίου. «Πρόκειται για μια μέρα πολύ σημαντική για την περιοχή μας, καθώς τιμάται η απελευθέρωση της Μονεμβασιάς. Σύμπτωση; Δόθηκε η δυνατότητα, αναγνωρίστηκε ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης ο οίνος Μονεμβασιά – Malvasia, τόσο ως γλυκό κρασί όσο και ως οίνος vin de liqueur. Εδώ κλείνουμε το κεφάλαιο, ας πούμε, της έρευνας και την παρέμβαση στο θεσμικό επίπεδο για να αναγνωριστεί σαν ΠΟΠ. Φυσικά το μεγάλο άγχος που υπήρχε ήταν τι είδους κρασί θα είναι. Δεκατέσσερα χρόνια κράτησε η προσπάθεια και μη φανταστείτε ότι είχαμε βοήθεια. Διαμορφώθηκε μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που έτρεξαν την υπόθεση με εμπνευστή και θα έλεγα αρχιστράτηγο την κυρία Κουράκου Δραγώνα, τον εαυτό μου τον θεωρώ στρατιώτη στην προσπάθεια, μόνο που ήμουνα πιστός, φιλότιμος και επίμονος».
Όταν ήρθε το πρώτο κρασί
«Θα ανταποκρινόταν το κρασί στο ιστορικό φορτίο που έφερε το όνομα; Όποιος φτιάνει κρασί νομίζει ότι είναι το καλύτερο του κόσμου. Έπρεπε, όμως, να απευθυνθούμε και να αναφερθούμε σε διαγνωστικές διαδικασίες, οι οποίες πιστοποιούν την ποιότητα ενός προϊόντος, ανεξάρτητα από τη θέληση και τη διάθεση των παραγωγών. Έτσι λοιπόν, το κρασί που εμφιαλώθηκε το 2013 για πρώτη φορά εστάλθηκε σε όλους τους αναγνωρισμένους, τους πλέον έγκυρους διαγωνισμούς στον κόσμο, απέσπασε τις ύψιστες διακρίσεις. Δεν υπάρχει διαγωνισμός που να μετείχε το κρασί και να μην απέσπασε την ύψιστη διάκριση. Συγκεντρώσανε οι δύο χρονιές που υπάρχουν, του 2010 και του 2012, γύρω στις 48 διεθνείς διακρίσεις ύψιστες, αναδείχθηκε κορυφαίο κρασί της χώρας, όλων των κατηγοριών, καλύτερο κρασί στα Βαλκάνια και πάει λέγοντας.
Μπορώ να μιλώ πολλές ώρες γι’ αυτή την ιστορία. Έπρεπε να γίνουν τα πάντα, δηλαδή να φτιαχτούν αμπέλια, να καλλιεργηθούν με ποικιλίες μοναδικές. Να αντλήσουμε κεφάλαια -ό,τι είχαμε το είχαμε ρευστοποιήσει–με 15 εκατομμύρια δεν μπορείς να τρέξεις ένα τέτοιο πρότζεκτ. Φτιάξαμε 300 στρέμματα αμπέλια με γηγενείς, μοναδικές ποικιλίες της περιοχής». Και η ιστορία συνεχίζεται...