Παραγωγή µελιού, βασιλικού πολτού, γύρης και άλλων προϊόντων της µέλισσας, εξακολουθεί να είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της κουλτούρας του Έλληνα, µε πολύ σηµαντικό οικονοµικό, αλλά και περιβαλλοντικό αποτύπωµα, καθώς στηρίζει το εισόδηµα χιλιάδων νοικοκυριών στην ελληνική ύπαιθρο και, ταυτόχρονα, συµβάλλει κοµβικά στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της ισορροπίας του οικοσυστήµατος.
«Αν και απόλυτα ακριβή αριθµητικά δεδοµένα δεν υπάρχουν, καθώς δεν είναι έτοιµο το ηλεκτρονικό µητρώο, η εικόνα που επικρατεί στον κλάδο είναι πως µε τη µελισσοκοµική δραστηριότητα απασχολούνται σήµερα γύρω στα 25.000 νοικοκυριά σε όλη την ελληνική επικράτεια», αναφέρει στο Αγρόκτηµα ο πρόεδρος της Οµοσπονδίας Μελισσοκοµικών Συλλόγων Ελλάδος, Βασίλης Ντούρας.
Από τον αριθµό αυτό, γύρω στους 5.000 είναι οι επαγγελµατίες, που διαθέτουν από 300 έως και περισσότερες από 2.000 κυψέλες και ζουν αποκλειστικά από την εκτροφή. Επίσης, περί τους 10.000 υπολογίζονται οι ετεροαπασχολούµενοι, µε 150 έως και 500 - 600 κυψέλες, οι οποίοι ενισχύουν το βασικό εισόδηµά τους, ενώ άλλοι σχεδόν 10.000 είναι ερασιτέχνες, οι οποίοι φροντίζουν από 5 έως το πολύ 30 κυψέλες, καλύπτοντας ίδιες ανάγκες.
«Η µελισσοκοµία στην Ελλάδα είναι οικογενειακή υπόθεση και πολλές φορές αποτελεί δεύτερη ενασχόληση. Για παράδειγµα έχουµε πολλούς οι οποίοι είναι στρατιωτικοί, αστυνοµικοί, εκπαιδευτικοί, συνταξιούχοι, ακόµη και ιερείς και ασχολούνται και µε τη µελισσοκοµία», εξηγεί ο κ. Ντούρας, προσθέτοντας ότι «το επάγγελµα ασκείται κυρίως νοµαδικά, που σηµαίνει πως ανάλογα µε το πού είναι η βοσκή, ο µελισσοκόµος µπορεί να είναι σήµερα στη Θράκη ή στη Θάσο και την επόµενη µέρα να σηκώσει τις κυψέλες του και να µετακινηθεί στη νότιο Πελοπόννησο ή στη δυτική Ελλάδα».
Η πρακτική αυτή εκτός από έξοδα, σηµαίνει και ταλαιπωρία για όποιον ασκεί τη µελισσοκοµία, αλλά, όπως αναφέρει ο συνοµιλητής µας, αν ο ενδιαφερόµενος είναι αποφασισµένος να ασχοληθεί σοβαρά, ο κλάδος έχει προοπτική και µπορεί να του εξασφαλίσει άνετη επιβίωση. Από το σηµείο αυτό, όµως, µέχρι το µύθο ότι µπορεί να σου αποφέρει µεγάλα κέρδη και µάλιστα χωρίς κόπο, υπάρχει µεγάλη απόσταση.
Όλο και περισσότερο «νέο αίµα»
Η εισροή, πάντως, νέου «αίµατος» στο χώρο της µελισσοκοµίας είναι διαρκής, αν και την περίοδο αυτή ο ρυθµός έχει ανακοπεί αρκετά, σε σχέση µε το τί γινόταν στις αρχές της δεκαετίας. «Στα χρόνια της κρίσης είδαµε πολλούς να εισέρχονται στο χώρο, ίσως και πάνω από 7.000-8.000 συµπολίτες µας. Πολλοί ήταν απελπισµένοι γιατί είχαν χάσει τη δουλειά τους και αναζητούσαν µια επαγγελµατική διέξοδο» µας λέει ο κ. Ντούρας, σηµειώνοντας, ωστόσο, πως έκτοτε έχει γίνει ήδη ένα «ξεσκαρτάρισµα» του µελισσοκοµικού κλάδου, διότι δεν είναι εύκολη δουλειά και πρώτα από όλα όποιος την επιλέξει πρέπει να µπορεί να ζήσει στην ύπαιθρο µε τις δυσκολίες που συνεπάγεται.