Ασυγκράτητη η φύση της Νάουσας δεν σταµάτησε να προµηθεύει µε φρέσκα φρούτα το µανάβικο που άνοιξε στην πόλη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η παραγωγή των κτηµάτων της οικογένειας ∆ιαµάντη, ήταν τέτοια που υπερέβαινε τη ζήτηση της περιοχής. Κάπως έτσι, προκειµένου να µην πηγαίνει χαµένη η παραγωγή, η Έλσα ∆ιαµάντη σκέφτηκε να κάνουν µαρµελάδες µε όσα φρούτα έµεναν στα καφάσια του µανάβικου στο τέλος της ηµέρας.
Για τις συνταγές, αυτή και ο σύζυγός της Φίλιππος, άντλησαν έµπνευση από τις Ναουσαίες µαγείρισσες, όσο ο εξοπλισµός της οικοτεχνίας περιοριζόταν σε µερικές κατσαρόλες. Γλυκό σύκο τον Μάιο, µαρµελάδα ροδάκινο τον Ιούλιο και σάλτσα ντοµάτας τον Σεπτέµβριο. Με τον καιρό το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων άρχισε να επεκτείνεται, µαζί και η ζήτηση άρα και οι ανάγκες της επιχείρησης.
«Άρεσαν τα προϊόντα» µας λέει η Χρυσάνθη ∆ιαµάντη, η µια από τις τρεις κόρες της οικογένειας, η οποία έχει αναλάβει και την οικονοµική διαχείριση της επιχείρησης, «πλέον παράγουµε 300.000 βαζάκια ετησίως, εκ των οποίων τα 100.000 εξάγονται στη Γαλλία, τη Σουηδία και την Κύπρο». Η βασική αγορά της Γαλλίας όπως λέει η ίδια η κυρία ∆ιαµάντη είναι το Παρίσι, όπου δύο συνεργάτες της επιχείρησης διανέµουν τα προϊόντα σε ντελικατέσεν της πόλης.
Στο Κτήµα ∆ιαµάντη απασχολούνται πλέον οι δύο γονείς µε τα τρία τους παιδιά, µαζί µε ακόµα τρεις υπαλλήλους, ενώ εποχιακά το προσωπικό µπορεί να αυξάνεται ανάλογα µε τις ανάγκες. Στην Αθήνα τα προϊόντα πωλούνται χοντρικά στη λαχαναγορά και µετά µοιράζονται σε διάφορα καταστήµατα.
Τα «γκαβόψαρα» με... πατέντα και η αναζήτηση φόρμουλας για ανάπτυξη
Στα κτήµατα της οικογένειας καλλιεργούνται κυρίως φρούτα, όπως δαµάσκηνα, κεράσια και ροδάκινα σε µια έκταση περίπου 70 στρεµµάτων. Για τις µελιτζάνες, τις ντοµάτες και τα υπόλοιπα λαχανικά που αξιοποιεί στις συνταγές, όπως µας εξηγεί η κα. ∆ιαµάντη, παρέχονται από την επιχείρηση οι σπόροι σε ντόπιους παραγωγούς, οι οποίοι αναλαµβάνουν την καλλιέργεια στα δικά τους κτήµατα. Σήµα κατατεθέν του κτήµατος είναι τα αµπελόφυλλα από ξινόµαυρο, την πρώτη ύλη για τα οποία προµηθεύονται από αµπελουργούς που έχουν τα κτήµατά τους στους πρόποδες του Βέρµιου.
Η ίδια εµφανίζεται ιδιαίτερα ικανοποιηµένη από ένα καινούριο προϊόν που έχει λανσάρει τελευταία, τα «γκαβόψαρα», ένα τοπικό έδεσµα της περιοχής µε βάση τη µελιτζάνα, για το οποίο µάλιστα ετοιµάζεται να κατοχυρώσει τα δικαιώµατα, αφού είναι η πρώτη που κατάφερε να προσαρµόσει τη συνταγή όπως ακριβώς σερβίρεται στη Νάουσα, όταν βγαίνει από το βαζάκι.
Από την κατσαρόλα και τα µικρά µηχανήµατα πέρασε η επιχείρηση σε µια µεγαλύτερη κλίµακα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, µε τη συνδροµή ενός προγράµµατος Leader.
«Έχουµε µεταφερθεί τώρα σε άλλο χώρο λίγο έξω από την πόλη. ∆ιαµορφώσαµε µια βιοτεχνική εγκατάσταση µεγαλύτερη. Εγώ είµαι 56 χρονών και µέχρι τώρα περίµενα να µπούνε οι κόρες µου στην επιχείρηση. Σιγά σιγά µεγαλώνουµε, έχουµε πωλητή στην Αθήνα, ενώ στο Παρίσι τα προϊόντα διατίθενται σε πολύ καλές τιµές» λέει η Έλσα ∆ιαµάντη.
«Ο καιρός για την παρασκευή των προϊόντων είναι περιορισµένος, και αυτό βάζει φραγµούς στην αύξηση της παραγωγής. Περιορισµένος είναι και ο χώρος και το δυναµικό της επιχείρησης» αναφέρει η Χρυσάνθη ∆ιαµάντη, εξηγώντας πως «θέλουµε να αναπτυχθούµε, αλλά πρέπει να είµαστε και σωστοί, γιατί για την ποιότητα των προϊόντων µας γίναµε γνωστοί». Ωστόσο οι γονείς της συνεχίζουν σύµφωνα µε την ίδια τις επενδύσεις. «Επενδύουν συνέχεια στη δουλειά. Ό,τι κέρδη µένουν, τα ρίχνουν σε νέα µηχανήµατα» είπε.
Διαβάστε αναλυτικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα Agrenda που κυκλοφόρησε εκτάκτως την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου μαζί με το περιοδικό Wine Trails.