Κατόπιν, ο συνολικός όγκος επιτρεπόμενων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατανέμεται σε εταιρείες με τη μορφή αντίστοιχων τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Όσες εταιρείες καταφέρουν να μην ξεπεράσουν το όριο που τους έχει κατανεμηθεί μπορούν να πωλήσουν, σε μια ειδική αγορά, τα δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που τους περισσεύουν σε άλλες εταιρείες, οι οποίες έχουν εξαντλήσει το δικό τους όριο και θέλουν να αποφύγουν τα πρόστιμα από την Ε.Ε. Έτσι, δημιουργείται ένας μηχανισμός που βασίζεται στον περιορισμό και την ανταλλαγή δικαιωμάτων ρύπανσης της ατμόσφαιρας (cap and trade), ένα «χρηματιστήριο ρύπων», το οποίο παρέχει κίνητρο στους ενδιαφερόμενους να κάνουν επενδύσεις σε καθαρές μορφές ενέργειας και σε περιβαλλοντικές τεχνολογίες προκειμένου να αποφύγουν το μαστίγιο (πρόστιμα της Ε.Ε. για την υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπόμενων ορίων ρύπανσης) και να γευτούν το καρότο (έσοδα από την πώληση αδιάθετων τόνων διοξειδίων του άνθρακα σε άλλους παίκτες της αγοράς).
Ο μηχανισμός αυτός στήθηκε το 2005, είναι ιστορικά η πρώτη και παραμένει η μεγαλύτερη στον κόσμο αγορά ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και έχει εμπνεύσει και άλλους παρόμοιους μηχανισμούς ανά την υφήλιο. Το πεδίο εφαρμογής του ETS είναι ευρύτατο, καθώς πιάνει πάνω από 11.000 ενεργοβόρες εγκαταστάσεις στην Ευρώπη, οι οποίες εκπέμπουν το 45% του συνόλου των αερίων θερμοκηπίου της Ε.Ε. Οι προγνώσεις είναι ότι το 2020 οι συνολικές εκπομπές των καλυπτόμενων από το ETS μονάδων θα είναι χαμηλότερες κατά 21% σε σχέση με το 2005. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια πολύ μεγάλη διεθνή επιτυχία.
Όμως, για να μπορεί ο μηχανισμός να ξεδιπλώσει όλο του το δυναμικό, θα πρέπει να ενσωματώνει ένα «σήμα τιμής» (price signal) ικανό να ενεργοποιήσει τους παίκτες της αγοράς ρύπων με την προσδοκία του κέρδους. Αν η τιμή του τόνου άνθρακα (η οποία, όπως είδαμε, αποτελεί τη μονάδα ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπών) είναι χαμηλή και τα διαθέσιμα στην αγορά δικαιώματα είναι πολλά, τότε απλούστατα οι ενεργοβόρες βαριές βιομηχανίες δεν θα έχουν επαρκές οριακό όφελος στη μείωση της ρύπανσης που παράγουν μέσω της ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών τεχνολογιών, καθώς θα μπορούν εύκολα και φτηνά να αγοράζουν τα δικαιώματα ρύπανσης που θα τους χρειάζονται προκειμένου να αποφύγουν τα πρόστιμα. Απαιτείται συνεπώς η πολιτική δημιουργία μιας οικονομίας σπάνης, με σχετικά λίγα και αρκετά ακριβά δικαιώματα εκπομπής ρύπων, ούτως ώστε να κινητροδοτηθούν οικονομικά οι παίκτες της αγοράς. Αυτό μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί, διότι η αρχική κατανομή των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου από την Ε.Ε. ήταν αρκετά γενναιόδωρη προκειμένου να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα ενεργοβόρων βιομηχανιών και μεταφερθούν αυτές σε χώρες όπως η Κίνα, όπου τα όρια ρύπανσης είναι κατά πολύ ελαστικότερα από την Ε.Ε.
Την Τρίτη 27 Φεβρουαρίου είχαμε μια σημαντική πολιτική συμφωνία σχετικά με το ETS στο Συμβούλιο της Ε.Ε., με την οποία άνοιξε ο δρόμος για μια συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 40% έως το 2030. Με αυτήν τη συμφωνία το ανώτατο όριο των εκπομπών μειώνεται ετησίως κατά 2,2% (ο λεγόμενος «παράγων γραμμικής μείωσης») και ο αριθμός των δικαιωμάτων που αποσύρονται από την αγορά διπλασιάζεται έως το 2023 μέσω της απορρόφησής τους από τον μηχανισμό γνωστό ως «Αποθεματικό Σταθερότητας της Αγοράς» (Market Stability Reserve - MSR).
Παράλληλα, δόθηκαν κίνητρα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες για την προστασία τους από το φαινόμενο της «διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), δηλαδή της μετεγκατάστασής τους σε χώρες με χαμηλότερο επίπεδο περιβαλλοντικής ρύθμισης. Όλα τα παραπάνω δίνουν νέο «σήμα τιμής» στην αγορά ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα να έχει ήδη αυξηθεί η τιμή ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα κατά 25%, στα περίπου 10 ευρώ/τόνο, από τον Νοέμβριο 2017, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε μια αντίστοιχη έκθεση. Παρά ταύτα, κάποιες περιβαλλοντικές ΜΚΟ διατείνονται ότι ακόμα και η νέα τιμή διοξειδίου του άνθρακα είναι πολύ χαμηλή για να λειτουργήσει καταλυτικά και ότι μια τιμή των 30 ευρώ/τόνο διοξειδίου του άνθρακα θα ήταν το πραγματικό σημείο τομής για μαζική προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, με σκοπό τη συνολική μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο.