Πρόκειται για ποσά που στερήθηκαν αγρότες και φορολογούμενοι, τα οποία δεν προσέφεραν τίποτα στους καταναλωτές, ενώ παράλληλα συνέβαλαν σε ανεπάρκειες και παγκόσμια υπερπαραγωγή.
Μιλώντας από το βήμα του παγκόσμιου συνεδρίου Γλυκαντικών που διοργάνωσε η Αμερικανική Ένωση Ζάχαρης, ο κ. Τσάνενεϊ, υποστήριξε πως η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταργεί τις ποσοστώσεις στη παραγωγή ζάχαρης, συνιστά μέρος του σχεδίου των Βρυξελλών για μείωση του κόστους των πρώτων υλών, κάτι που θα βοηθούσε τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων στο να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές.
Όπως ανέφερε, μπορεί η ΕΕ να πέτυχε αυτόν τον στόχο, όμως στην πορεία υποχώρησε σε πιέσεις που επιτρέπουν σε μεμονωμένες χώρες την επιδότηση της συγκεκριμένης καλλιέργειας. Το αποτέλεσμα, δήλωσε ο Τσάτενεϊ, είναι μια «ημιτελής απελευθέρωση της αγοράς, στην οποία ανεπαρκείς παραγωγοί στην Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία συνεχίζουν την παραγωγή ενώ οι αποδοτικοί παραγωγοί βγαίνουν από την αγορά». Ταυτόχρονα, η ΕΕ άνοιξε την αγορά της για την εισαγωγή ζάχαρης από άλλες χώρες που ακολουθούν πολιτική ενισχύσεων της παραγωγής».
«Μέχρι στιγμής έχουν κλείσει 83 εργοστάσια ζάχαρης ενώ περίπου 150.000 εκμεταλλεύσεις εγκατέλειψαν την καλλιέργεια ζαχαρότευτλων, οδηγώντας ταυτόχρονα στην απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας στον τομέα της ζάχαρης», ανέφερε, υπογραμμίζοντας στη συνέχεια πως με την τελευταία μεταρρύθμιση, οι απώλειες αυτές θα μεγεθυνθούν λόγω των χαμηλών τιμών που επικρατούν.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Επεξεργασίας Ζάχαρης επιμένει ότι η ΚΑΠ για μετά το 2020 θα πρέπει να βελτιώσει το σύστημα διαχείρισης της αγοράς και να μην επιτρέψει την εισαγωγή ζάχαρης από χώρες που παραβιάζουν κοινωνικά δικαιώματα ή περιβαλλοντικά πρότυπα ή χρησιμοποιούν επιδοτήσεις που στρεβλώνουν το εμπόριο.