Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ µάλλον δυσκολεύονται να ακολουθήσουν αυτή την κούρσα µειοδοσίας στις τιµές παραγωγού, ενώ δεν είναι και βέβαιο ότι το θέλουν. Το ενδιαφέρον των ιθυνόντων στον λεγόµενο ∆υτικό Κόσµο, µάλλον έχει ρίξει όλο το βάρος στα χρηµατοοικονοµικά και την τεχνολογία, βάζοντας σε δεύτερη µοίρα την αγροτική παραγωγή και τα τρόφιµα.
Όλο αυτό, σε µια χώρα όπως η Ελλάδα που δεν κατάφερε ούτε στα 45 χρόνια της συµµετοχής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια να καλύψει το χάσµα παραγωγικότητας στον πρωτογενή τοµέα τα πράγµατα γίνονται πλέον πολύ δύσκολα. Τίθεται πραγµατικά θέµα βιωσιµότητας του µοντέλου αγροτικής παραγωγής, όπως το γνωρίσαµε τον τελευταίο αιώνα και ανακύπτει σοβαρότατο κοινωνικό ζήτηµα για την ένα µεγάλο µέρος του αγροτικού πληθυσµού.
Το χειρότερο από όλα είναι ότι τα θέµατα αυτά δεν τίθενται επί της ουσίας στο δηµόσιο διάλογο. Η οµφαλοσκόπηση του πολιτικού προσωπικού και η αλλοτρίωση που έχει επέλθει στα µέσα ενηµέρωσης, ωραιοποιούν την κατάσταση και αφήνουν εκτός ατζέντας την ανάγκη να υπάρξει, έστω και την ύστατη ώρα ένας επανασχεδιασµός που θα σώσει ό,τι µπορεί ακόµα να σωθεί.
Θα είχε ενδιαφέρον να καταλάβει κανείς ποιο είναι το κυβερνητικό ή ενδεχοµένως το εθνικό σχέδιο για την επόµενη µέρα στον αγροτικό τοµέα. Θα είχε νόηµα να αντιληφθεί κανείς ποιες είναι οι προτεραιότητες που βάζει η χώρα στη διάσωση της αγροτικής παραγωγής.
Παραµένει προϊόν αιχµής το βαµβάκι; Με ποιο σενάριο βιωσιµότητας των αντίστοιχων εκµεταλλεύσεων. Είναι εθνικό προϊόν το ελαιόλαδο; Με ποια κίνητρα προσέλκυσης νέων καλλιεργητών και µε ποια πολιτική υποστήριξης του επώνυµου ελληνικού ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές;
Σε µια χώρα που ακολουθεί ασθµαίνοντας την αύξηση των διεθνών τιµών παραγωγού και σπεύδει πρώτη να δείξει το δρόµο της υποχώρησης όταν τα πράγµατα δυσκολεύουν, οι µόνοι τελικά χαρούµενοι είναι οι ευκαιριακοί µεταπράτες και όσοι σιτίζονται από αυτούς.
Διαβάστε επίσης: Ηχηρό καμπανάκι το μείον 16% στην εγχώρια αγροτική παραγωγή
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην Agrenda που κυκλοφορεί