
Τρεις επίµονες αδυναµίες υποδεικνύουν τη διαχείριση της πολιτικής ως τη ρίζα αυτού του προβλήµατος, καθώς και οι τρεις σχετίζονται µε αποφάσεις που (δεν) λαµβάνονται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Η πρώτα αφορά την επιµονή στα δικαιώµατα ως κύριος µηχανισµός επιδοτήσεων. Η Ελλάδα απέφυγε συστηµατικά να αναλάβει το αναπόφευκτο πολιτικό κόστος µιας κατάργησής τους για να αποκοµίσει τα οφέλη πολιτικής µιας τέτοιας κίνησης. Η δεύτερη αφορά τη διαχείριση των βοσκοτόπων, µε τη χώρα µας να µη βάζει στο σύστηµα επιλέξιµες εκτάσεις, συντηρώντας τεχνηέντως υψηλής αξίας δικαιώµατα και πλέον είναι ευάλωτη έναντι µιας µελλοντικής εξωτερικής σύγκλισης, ενώ η πληµµελής εφαρµογή συνεχίζει να οδηγεί σε σηµαντικό επίπεδο κυρώσεων. Η τρίτη αδυναµία αφορά στην απουσία ενός λειτουργικού συµβουλευτικού συστήµατος για τις γεωργικές εκµεταλλεύσεις.
Τις παραπάνω διαπιστώσεις κάνει ο πρώην υψηλόβαθµος τεχνοκράτης της DG Agri Τάσος Χανιώτης σε κείµενο πολιτικής που υπογράφει µε το ρόλο του Senior Guest Research Scholar, στο ∆ιεθνές Ινστιτούτο Εφαρµοσµένης Ανάλυσης Συστηµάτων και ως Ειδικός Σύµβουλος για τη Βιώσιµη Παραγωγικότητα, Φόρουµ για το Μέλλον της Γεωργίας.
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην Agrenda που κυκλοφορεί
![]()
Στο κείµενο αυτό µε τίτλο «Η Κοινή Γεωργική Πολιτική µεταξύ σφύρας και άκµονος: νέες προκλήσεις και αβέβαιες προοπτικές», ο κ. Χανιώτης επιχειρεί να αναλύσει το σταυροδρόµι στο οποίο βρίσκεται η ΚΑΠ και εξετάζει σηµαντικές πτυχές της πολιτικής, όπως αυτή εφαρµόστηκε από την Ελλάδα. Παρακάτω παρατίθεται το τµήµα για το οποίο αναφέρεται στη σχέση της ελληνικής γεωργίας µε την ΚΑΠ.
Η ελληνική γεωργία και η ΚΑΠ: πεδίο εκµετάλλευσης ή εφαρµόσιµη πολιτική;
Η ελληνική γεωργία είναι πλήρως ενταγµένη στις πολιτικές της ΕΕ εδώ και τέσσερις και πλέον δεκαετίες και αποτελεί έναν από τους µεγαλύτερους δικαιούχους των κονδυλίων της ΚΑΠ. Τα κονδύλια της ΕΕ που στηρίζουν την ελληνική γεωργία αντιπροσωπεύουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά του ΑΕΠ µεταξύ των κρατών µελών, υπολειπόµενα µόνο από το µερίδιο της Βουλγαρίας: 1,7% για την τελευταία το 2021 έναντι 1,4% για την Ελλάδα (για σύγκριση, το µερίδιο της Ισπανίας ήταν 0,6%). Μέχρι πρόσφατα, τα κονδύλια της ΚΑΠ αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ήµισυ του συνόλου των κονδυλίων της ΕΕ προς την Ελλάδα, αλλά ο έκτακτος Μηχανισµός Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας το άλλαξε αυτό, ενισχύοντας τη χρηµατοδότηση της ΕΕ προς όλα τα κράτη µέλη. Ωστόσο, σε αντίθεση µε τους στόχους που έθεσε η ΚΑΠ, η ελληνική γεωργία φαίνεται ότι δυσκολεύτηκε να αποκοµίσει τα οφέλη που αποκόµισαν άλλα κράτη µέλη µε συγκρίσιµες συνθήκες µε αυτές που αντιµετώπιζε η Ελλάδα.
∆εν πρέπει να υποτιµάται η πρόοδος της ελληνικής γεωργίας τα τελευταία χρόνια, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων, συµπεριλαµβανοµένων των προϊόντων προστιθέµενης αξίας. Το γεγονός ότι η αντιστροφή της αρνητικής τάσης του ελλείµµατος του ελληνικού αγροδιατροφικού τοµέα συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης αποτελεί ένδειξη ανθεκτικότητας του τοµέα, ενώ το γεγονός ότι η τάση αυτή συνεχίζεται αποτελεί ελπιδοφόρο σηµάδι για το µέλλον. Υπάρχουν επίσης πολυάριθµα παραδείγµατα καινοτόµων εφαρµογών βέλτιστων πρακτικών που απορρέουν από όλο το φάσµα από τη βιολογική γεωργία έως τη γεωργία ακριβείας. Υπάρχει όµως ένα παράδοξο όταν εξετάζει κανείς τις λεπτοµέρειες αυτής της προόδου: είναι σαν να απουσιάζει η ΚΑΠ.
Στην πραγµατικότητα, ενώ η εφαρµογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα θα απαιτούσε ξεχωριστή ανάλυση, τρεις επίµονες αδυναµίες της ελληνικής γεωργίας υποδεικνύουν τη διαχείριση ως τη ρίζα των προβληµάτων, καθώς και οι τρεις σχετίζονται µε αποφάσεις που (δεν) λαµβάνονται από το υπουργείο Γεωργίας. Η πρώτη σηµαντική επίµονη αδυναµία είναι η άνιση και µη στοχευµένη κατανοµή των άµεσων ενισχύσεων. Οι διαδοχικές µεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ από το 2008 και µετά επέτρεψαν στα κράτη µέλη να αποµακρυνθούν από ένα επίπεδο στήριξης που βασίζεται σε δεδοµένα του παρελθόντος, το οποίο επιλέχθηκε συνειδητά το 2003 από την Επιτροπή ως απαραίτητο βήµα προκειµένου να αποφευχθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στις τιµές της γης και στις αξίες των γεωργικών περιουσιακών στοιχείων. Ελαχιστοποιώντας τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα απέφυγε συστηµατικά να αναλάβει το αναπόφευκτο πολιτικό κόστος µιας τέτοιας κίνησης για να αποκοµίσει τα οφέλη πολιτικής µιας τέτοιας κίνησης.
Η επιλογή αυτή επηρεάζει άµεσα τη δεύτερη αδυναµία, τον ρόλο της εκτεταµένης κτηνοτροφίας, καθώς µια τέτοια ανακατανοµή θα απαιτούσε σαφή οριοθέτηση µεταξύ µόνιµων βοσκοτόπων και δασικών εκτάσεων. ∆εδοµένου ότι η δηµοσιονοµική κατανοµή των άµεσων ενισχύσεων είναι σταθερή, η αύξηση της στήριξης του ζωικού κεφαλαίου θα είχε µειώσει τη στήριξη των καλλιεργειών. Θα επέτρεπε επίσης στην Ελλάδα να µειώσει το µέσο επίπεδο της στρεµµατικής στήριξης µε την ένταξη περισσότερων εκτάσεων στο σύστηµα (κάτι που ήταν δυνατό ήδη από το 2008). Αντ’ αυτού, αφήνει τώρα την Ελλάδα ευάλωτη έναντι µιας µελλοντικής πορείας περαιτέρω εναρµόνισης της στήριξης, ενώ η πληµµελής εφαρµογή συνεχίζει να οδηγεί σε σηµαντικό επίπεδο κυρώσεων.
Η τρίτη αδυναµία αφορά την απουσία ενός λειτουργικού συµβουλευτικού συστήµατος για τις γεωργικές εκµεταλλεύσεις. Το σύστηµα αυτό, το οποίο αποτελεί απαίτηση από τη µεταρρύθµιση του 2003, παραµένει αδύναµο. ∆εν είναι ότι υπάρχει απουσία συµβούλων, ή τελευταία ακόµη και ένας κατάλογος πιστοποιηµένων συµβούλων. Ένα σύστηµα προϋποθέτει µια οµοιοµορφία ως προς τις αρχές που εφαρµόζονται, µια κατανόηση των προκλήσεων εφαρµογής των πολιτικών και των προτάσεων που είναι καλά ενσωµατωµένες σε ένα στρατηγικό σχέδιο µε προτεραιότητες. Ενώ το ελληνικό Στρατηγικό Σχέδιο ακολουθεί γενικά τον νέο προσανατολισµό της ΚΑΠ και της Στρατηγικής «Από το αγρόκτηµα στο πιάτο», δεν είναι σαφές σε ποιο βαθµό και προς ποιες κατευθύνσεις τα µέτρα που επιλέγονται θα επηρεάσουν τις δοµές της ελληνικής γεωργίας.
Θολό το µέλλον της ΚΑΠ
Τα αποτελέσµατα διαδοχικών εκλογών σε ευρωπαϊκά κράτη και η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εθνικών κυβερνήσεων προσθέτουν µια πολιτική διάσταση στην αβεβαιότητα της ΚΑΠ. Στην παραπάνω εικόνα µπορεί να προστεθεί η προετοιµασία του επόµενου προϋπολογισµού της ΕΕ, [...] που, παρά την σταθερότητά του, αναµένεται να καλύψει περισσότερους τοµείς προτεραιότητας, µε τις προοπτικές για µια ορθολογική συζήτηση σχετικά µε το µέλλον της ΚΑΠ να φαίνονται µάλλον αµυδρές, αναφέρει ο κ. Χανιώτης.
Η Ελλάδα διαθέτει δυσανάλογο μερίδιο ζητημάτων που συνδέονται με την ΚΑΠ
Η ελληνική γεωργία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της ΚΑΠ για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Ωστόσο, σε έντονη αντίθεση με τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με παρόμοια δομή στον αγροτικό τους τομέα, η Ελλάδα συχνά απέτυχε να εκμεταλλευτεί τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων της ΚAΠ στις οποίες προέβησαν άλλα κράτη μέλη, είτε πρόκειται για το εμπόριο, είτε για το γεωργικό εισόδημα, την ανταγωνιστικότητα και τη διαρθρωτική προσαρμογή, υποστηρίζει ο κ. Χανιώτης. Παράλληλα προσθέτει: «Αντίθετα, η ελληνική γεωργία φαίνεται να διαθέτει δυσανάλογο μερίδιο των προβλημάτων που συνδέονται με την ΚΑΠ, όπως οι κυρώσεις που σχετίζονται με θέματα εφαρμογής, η άνιση και μη στοχευμένη κατανομή της στήριξης, η έλλειψη συστήματος συμβουλευτικής γεωργίας ή η αδύναμη και αργή διαρθρωτική προσαρμογή της. Το πιο σημαντικό πρόβλημα αφορά στη διαφαινόμενη συστηματική κατά μια φάση υστέρηση στην εσωτερική της συζήτηση για το μέλλον της ΚΑΠ: όταν άλλα κράτη μέλη προετοιμάζουν ήδη το έδαφος και τις θέσεις τους για το τι πρέπει να αλλάξει με την επόμενη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, συχνά η ελληνική συζήτηση επικεντρώνεται όχι μόνο στο τι χρειάζεται με βάση την πιο πρόσφατη μεταρρύθμιση, αλλά σε μεγάλο βαθμό στο τι δεν εφαρμόστηκε στην προηγούμενη μεταρρύθμιση».