Ο έντονος φιλοπεριβαλλοντικός χαρακτήρας της νέας πολιτικής υπαγορεύει πως τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιλέξουν με μεγάλη προσοχή τις καλλιέργειες που θα ενισχύσουν συνυπολογίζοντας τον παράγοντα της βιωσιμότητας σε κάθε στάδιο, από την παραγωγή, την μεταποίηση, τη μεταφορά και την κατανάλωση.
Συνεπώς εάν ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παρουσιάσει πειστικά επιχειρήματα υπέρ μιας καλλιέργειας, ενεργοβόρας και που απαιτεί πολλές εισροές, κατά πάσα πιθανότητα οι Βρυξέλλες θα απορρίψουν το αίτημα συνδεδεμένης ενίσχυσης.
Η Ελλάδα έχει για την τρέχουσα προγραμματική περίοδο εξασφαλίσει συνδεδεμένη ενίσχυση σε 18 προϊόντα και όλα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να τον διατηρήσει, με δεδομένο το γεγονός ότι ήδη συναντά δυσκολίες στο να δικαιολογήσει στην ΕΕ την επιλογή αυτή. Επιπλέον μένει να ξεκαθαριστεί το τι θα συμβεί εφόσον ένα κράτος μέλλον λάβει την έγκριση παροχής συνδεδεμένης ενίσχυσης, αφού δεν αποκλείεται να κληθούν και μεμονωμένα οι παραγωγοί να αποδείξουν ότι εφαρμόζουν μέτρα βιωσιμότητας, όπως είναι η ολοκληρωμένη διαχείριση, προκειμένου να πληρωθούν την συνδεδεμένη.
Υπενθυμίζεται ότι η νέα στρατηγική υπαγορεύει μια μείωση της χρήσης λιπασμάτων κατά 20%, μείωση της χρήσης προϊόντων φυτοπροστασίας και αντιβιοτικών κατά 50% και μετατροπή του 25% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων της ΕΕ σε βιολογικές καλλιέργειες, από 8% που είναι σήμερα.
Αντίστοιχη λογική με εκείνη των συνδεδεμένων ενισχύσεων θα ακολουθήσει η Κομισιόν και στην περίπτωση των τομεακών προγραμμάτων, αφού και αυτά θα αξιολογηθούν υπό την προοπτική των πράσινων αξιώσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή στα στρατηγικά σχέδια. Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, η Κομισιόν καλεί τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν τομεακά προγράμματα για να συμβάλουν στους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, όπως δυνατότητες προώθησης της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών ή να υποστηρίξουν την προσαρμογή και την ανθεκτικότητα του κλίματος.
Οι αντιστάσεις
Ο Πέκα Πεσόνεν, επικεφαλής του λόμπι αγροτών της ΕΕ Copa Cogeca, επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα και ξεκαθάρισε ότι οι αγρότες αντιλαμβάνονται αυτούς τους νέους επίσημους κανόνες ως εμπόδια που δεν τους επιτρέπουν να παράγουν ό,τι και όσο πρέπει.
«Χωρίς φυτοπροστατευτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των βιο-φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, η ασφάλεια των τροφίμων δισεκατομμυρίων ανθρώπων και η οικονομική βιωσιμότητα των αγροκτημάτων μας απειλούνται», έγραψε σε ένα άρθρο του, προσθέτοντας: «Αντί για θεωρητικούς στόχους , πρέπει να εργαστούμε για συγκεκριμένες λύσεις».
Μπορεί τέλος το Κολλέγιο των Επιτρόπων να μην φοβάται το πολιτικό κόστος μιας απότομης αλλαγής κατεύθυνσης, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους Ευρωβουλευτές και κυρίως για τους ηγέτες και τα στελέχη των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Ήδη ο Εμμανουέλ Μακρόν και η Άνγκελα Μέρκελ χρειάστηκαν τους προηγούμενους μήνες να ασχοληθούν προσωπικά με το ζήτημα, προσπαθώντας να βρουν μια μέση λύση ανάμεσα στις αντιδράσεις των αγροτικών κοινωνιών που επικαλούνται πρακτικά προβλήματα και των ακτιβιστών των πόλεων που σε μεγάλο βαθμό έχουν επηρεάσει την κοινή γνώμη του αστικού πληθυσμού με επιχειρήματα υπερβολής.
Αυτό σημαίνει ότι παρά τις θεωρητικές κατευθύνσεις της πολιτικής από το Χωράφι στο Πιάτο, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν τα μεγάλα κράτη μέλη του μπλοκ, που για λόγους πολιτικής ισορροπίας, δεν μπορούν παρά να νερώσουν μέχρι ένα βαθμό στην πράξη την οδηγία. Άλλωστε αυτά είναι που στην τελική θα ορίσουν τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα χρηματοδοτήσουν τα μισοάδεια ταμεία της Πράσινης Συμφωνίας.