Πρόκειται ουσιαστικά για έκταση που αντιστοιχεί σε 3,5 εκατοµµύρια στρέµµατα γης, ενώ αναγόµενη στην ελληνική επικράτεια θα µπορούσε να φτάσει τα 7 εκατοµµύρια στρέµµατα και να αντιστοιχεί -ούτε λίγο ούτε πολύ- σε περίπου... δύο νοµούς της χώρας. Στον αντίποδα, το 2,4% των αναρτηµένων δασικών χαρτών αφορά εκτάσεις που απώλεσαν τον δασικό τους χαρακτήρα κυρίως από εκχερσώσεις, προκειµένου να καλλιεργηθούν ή να αξιοποιηθούν.
Ο χαρακτηρισµός αποδίδεται κυρίως σε µια αυστηρή ερµηνεία του νόµου, βάσει του οποίου έχουν αποδοθεί -κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη- ως δάση/ δασικές εκτάσεις κάποιες αγροτικές κατά το παρελθόν περιοχές, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν και ήδη καλύπτονται από φρύγανα. Ουσιαστικά έχουν περιγραφεί τα φρύγανα ως ξυλώδη φυτά, χαρακτηριστικό που προσδίδει στην περιοχή δασικό χαρακτήρα. Στις περιοχές µε υψηλό ποσοστό δασωµένων αγρών επί των αναρτηµένων εκτάσεων συγκαταλέγονται η Αρκαδία µε 12,8%, η Μεσσηνία µε 12,6%, ο Πειραιάς (νησιά) µε 9,7%, τα Ιωάννινα µε 7,2%, η Λακωνία και η Αχαΐα µε 6,8% και η Δράµα µε 5,7%. Μεταξύ των συγκεκριµένων περιοχών, «πρωταθλητές» στις αντιρρήσεις ως προς αυτό το ζήτηµα είναι ο Πειραιάς (νησιά) µε 14,7% και η Λακωνία µε 11,3%.
Αντίστοιχα, στις περιοχές µε τα χαµηλότερα ποσοστά δασωµένων αγρών συγκαταλέγονται η Λάρισα, η Πιερία και η Χαλκιδική, ενώ από τα µεγαλύτερα ποσοστά εκχερσωµένων δασικών εκτάσεων έχει η Ηλεία µε 8,3%, το οποίο αποδίδεται στη µεγάλη πίεση για αγροτική δραστηριότητα παλαιότερα. Το ζήτηµα της απώλειας περιουσιών εξαιτίας εκτάσεων που δασώθηκαν ξεκίνησε στις περισσότερες περιπτώσεις από την εγκατάλειψή τους είτε λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής µετανάστευσης τη δεκαετία του 1960 είτε λόγω της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας µε εγκατάλειψη των αγρών εξαιτίας της µη επαρκούς απόδοσης εισοδήµατος. Ωστόσο, σήµερα αποκτά άλλη διάσταση, δεδοµένου ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που θέλουν να επιστρέψουν στα πατρογονικά εδάφη εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης ή για να εφαρµόσουν εναλλακτικές µορφές καλλιέργειας.
Από τα µεγαλύτερα ποσοστά εκχερσωµένων δασικών εκτάσεων έχει η Ηλεία µε 8,3%, το οποίο αποδίδεται στη µεγάλη πίεση για αγροτική δραστηριότητα παλαιότερα
Τίτλοι ιδιοκτησίας
Οι περισσότερες εκτάσεις αυτής της κατηγορίας βρίσκονται σε ορεινές ή ηµιορεινές περιοχές, οι οποίες άλλωστε δασώνονται ευκολότερα και ταχύτερα. Οσοι τις καλλιεργούσαν το έκαναν συστηµατικά την περίοδο 1945-1965 και στην πλειονότητά τους δεν βρίσκονται εν ζωή, ενώ δεν διέθεταν τίτλους και θεµελίωναν την εξουσίασή τους σε διαθήκες που έκαναν αναφορά µόνο σε θέση και στρέµµατα, χωρίς αναφορά σε όρια και τίτλους διαδοχής φερόµενων ως δικαιοπαρόχων τους. Οι φερόµενοι σήµερα ως κληρονόµοι σε αρκετές περιπτώσεις είναι τόσο πολλοί ώστε δύσκολα συναποφασίζουν ακόµα και την αποδοχή κληρονοµιάς. Βάσει της υφιστάµενης νοµοθεσίας, οι ιδιοκτήτες αυτοί θα µπορούσαν να καταφύγουν στο άρθρο 67 του Ν. 998/79 για την αναγνώριση της ιδιοκτησίας τους, κάτι που όµως προϋποθέτει την ύπαρξη τίτλων προ του 1946. Ωστόσο, ακόµα και στις ελάχιστες περιπτώσεις που αυτοί υπάρχουν, θα πρέπει να ακολουθήσει διαπιστωτική πράξη της ∆ιοίκησης για την υπαγωγή ή µη της ιδιοκτησίας στη δασική νοµοθεσία και επί της ουσίας στον αποχαρακτηρισµό της, κάτι που θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο. Ετσι, πρακτικά, οι άνθρωποι αυτοί, ακόµα κι αν δικαιωθούν στο πρώτο βήµα, θα βρεθούν µε µια ιδιωτική δασική έκταση, στην οποία ουσιαστικά δεν θα έχουν κανέναν δικαίωµα διαχείρισης και δεν θα µπορούν να προσβλέπουν στην ελεύθερη χρήση της. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι δεν προχωρούν καν στην υποβολή αντιρρήσεων επί των δασικών χαρτών.