Ειδικότερα στο αµπέλι και στην ελιά, είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό ότι αρκετές γηγενείς ποικιλίες (Ασύρτικο, Κορονέϊκη κ.α.) έχουν πάρει από καιρό το δρόµο της καταγραφής και πιστοποίησης σε εθνικούς καταλόγους άλλων χωρών, απ’ όπου και δροµολογείται η διακίνηση, βάσει των απαραίτητων εγγράφων. Αυτό σηµαίνει ότι για αναγνωρισµένες παγκοσµίως ελληνικές ποικιλίες, αν δεν γίνουν έγκαιρα οι κατάλληλες κινήσεις, θα µπορεί ενδεχοµένως να γίνεται εισαγωγή και όχι παραγωγή του αντίστοιχου φυτωριακού υλικού στην Ελλάδα!
Εν τω µεταξύ, ανησυχίες διατυπώνονται προς το παρόν και για τον τρόπο µε τον οποίο θα λειτουργήσει η αγορά, ακόµα κι εκεί όπου, ερευνητικά τουλάχιστον, τα πράγµατα έχουν κάπως προχωρήσει. Αναφέρεται για παράδειγµα το Μεσογειακό Αγρονοµικό Ινστιτούτο Χανίων (ΜΑΙΧ), όπου έχει γίνει η απαραίτητη προεργασία για 14 ποικιλίες ελιάς (12 ελληνικές και 2 ισπανικές) και εντός των ηµερών ολοκληρώνονται οι φυτουγειονοµικοί έλεγχοι στο προβασικό υλικό από το Μπενάκειο Φυτοπαθολογιό Κέντρο. Εφόσον το Μπενάκειο δώσει το «πράσινο φως», σηµαίνει ότι αυτοµάτως για τις συγκεκριµένες ποικιλίες ενεργοποιείται το γράµµα του νόµου, εποµένως η παραγωγή και διάθεση φυτωριακού υλικού θα πρέπει να γίνεται µόνο µε χρήση του συγκεκριµένου αρχικού υλικού.
Είναι, αναρωτιούνται οι άνθρωποι του χώρου, το ΜΑΙΧ σε θέση να τροφοδοτεί τα φυτώρια µε το απαιτούµενο αρχικό - προβασικό υλικό, έτσι ώστε να σταµατήσει κάθε άλλη παραγωγή και διακίνηση standard φυτωριακού υλικού, δηλαδή µε Ελάχιστες Κοινοτικές Προδιαγραφές (CAC), όπως γίνεται µέχρι σήµερα;
Θα το δείξει, λένε, η εικόνα της αγοράς το επόµενο διάστηµα.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην Agrenda που κυκλοφορεί στα περίπτερα από το Σάββατο 6 Οκτωβρίου μαζί με το περιοδικό Profi