∆εδοµένου µάλιστα του πολύ µικρού µεγέθους του κλήρου, οι ιδιοκτήτες στράφηκαν προς την εφαρµογή εντατικών συστηµάτων παραγωγής, προκειµένου να εξασφαλιστούν όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικά γεωργικά εισοδήµατα. Την εποχή εκείνη, η µεγάλη ζήτηση της σταφίδας από την ευρωπαϊκή αγορά στρέφει τους µικροϊδιοκτήτες µαζικά προς την αµπελοκαλλιέργεια. Για το ελληνικό κράτος αντιπροσώπευε τη µόνη εξαγώγιµη παραγωγή, η οποία µπορούσε να της εξασφαλίσει συνάλλαγµα και γι’ αυτό την προώθησε ιδιαίτερα. Μια συγκυρία της εποχής, η καταστροφή των γαλλικών αµπελώνων στα τέλη του 19ου αιώνα από φυλλοξήρα, αύξησε υπέρµετρα τη ζήτηση της πελοποννησιακής σταφίδας και προκάλεσε κατακόρυφη άνοδο των τιµών. Κατά τις δεκαετίες 1880 και 1890 η παραγωγή της σταφίδας στην Ελλάδα αυξήθηκε µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς, από 220.000 τόνους το 1860 σε 700.000 τόνους το 1900, καταλαµβάνοντας το σύνολο σχεδόν της γεωργικής γης και η σταφιδοκαλλιέργεια µετατράπηκε σχεδόν σε µονοκαλλιέργεια.
Όµως, στα τέλη της δεκαετίας του 1890 οι γαλλικοί αµπελώνες επανεγκαθίστανται (µε τη χρήση ανθεκτικών στη φυλλοξήρα υποκειµένων), η προσφορά σταφίδας στην ευρωπαϊκή αγορά αυξάνεται, µε αποτέλεσµα η τιµή της να µειώνεται σηµαντικά από έτος σε έτος. Έτσι δηµιουργήθηκε η γνωστή «σταφιδική κρίση», η οποία διήρκεσε έως τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Η κρίση της σταφίδας µείωσε δραµατικά τα γεωργικά εισοδήµατα των µικροκαλλιεργητών και κατά συνέπεια υποκίνησε µεταναστευτικά ρεύµατα, τα οποία την εποχή εκείνη βρήκαν διέξοδο προς τις υπερπόντιες χώρες και πιο συγκεκριµένα προς τις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής. Το µεταναστευτικό αυτό ρεύµα ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και πήρε πολύ µεγάλες διαστάσεις τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού.