Τις θέσεις του κλάδου παρουσιάζει αναλυτικά στο ειδικό ένθετο ΤΥΡΟΚΟΜΟΣ που φιλοξενεί αυτή την εβδομάδα η Agrenda (τεύχος Σαββάτου 27 Ιουνίου) και δίνει αφορμή για μια ενδελεχή αναζήτηση των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στο γαλακτοκομικό τομέα και ειδικά στη ζώνη του αιγοπρόβειου γάλακτος τους τελευταίους μήνες.
Είναι σαφές ότι, η δίμηνη διακοπή λειτουργίας της μαζικής εστίασης και η δραματική μείωση του τουρισμού έχει περιορίσει κατά πολύ την κατανάλωση τυριών, δυσχαιρένοντας ακόμα και τις εξαγωγές. Την ίδια στιγμή ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει μια στροφή της κατανάλωσης στα τοπικά προϊόντα υπεραξίας, κάτι που ενισχύει τη θέση των μικρών παραδοσιακών τυροκομικών επιχειρήσεων, οι οποίες ενισχύουν τη θέση τους στην αγορά.
Ρόλο στη διαμόρφωση της εγχώριας αγοράς γάλακτος και ειδικότερα στη ζήτηση για αιγοπρόβειο γάλα φαίνεται να διαδραματίζουν και οι τελευταίες κυβερνητικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση των λεγόμενων ελληνοποιήσεων, με τελευταία έκφανση τα βαριά πρόστιμα που έχουν θεσπισθεί με το νόμο 4691/2020 για την καταστρατήγηση των κανόνων που διέπουν τα Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης, όπως για παράδειγμα η Φέτα.
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν την κινητικότητα μικρών και μεγάλων μονάδων στο χώρο της γαλακτοβιομηχανίας και της παραγωγικής τυροκομικών προϊόντων να έχουν διακτινισθεί σε όλη τη χώρα σε μια προσπάθεια αναζήτησης των απαραίτητων ποσοτήτων φρέσκου αιγοπρόβειου γάλακτος για την παρασκευή μαλακών, ημίσκληρων τυριών και φυσικά Φέτας.
Τελευταία παραδείγματα αυτής της κινητικότητας, είναι τρεις μικρές σχετικά τυροκομικές επιχειρήσεις (από τη Χαλκιδική, το Βόλο και τα Τρίκαλα) που έχουν ανοίξει για πρώτη φορά γραμμή παραλαβής γάλακτος από τη Λέσβο, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τις τυροκομικές επιχειρήσεις του νησιού. Εδώ οι πληροφορίες θέλουν να έχει δημιουργηθεί συγκρουσιακό κλίμα με προσφυγές στη δικαιοσύνη, καθώς, όπως υποστηρίζουν τα τυροκομεία του νησιού, δεν μπορεί η μεταφορά του γάλακτος από το νησί στην ηπειρωτική χώρα να γίνεται μια φορά κάθε τρεις μέρες και αυτό το γάλα να χρησιμοποιείται σαν πρώτη ύλη για την παρασκευή Φέτας (βάσει του θεσμικού πλαισίου προβλέπεται τυροκόμιση σε 48 ώρες).
Σε κάθε περίπτωση, η κινητικότητα που έχει αναπτυχθεί γύρω από το αιγοπρόβειο γάλα οδηγεί σταδιακά σε περαιτέρω βελτίωση των τιμών παραγωγού, με το ένα ευρώ το κιλό να μην απέχει πλέον πολύ από το να γίνει πράξη στις συμφωνίες που προετοιμάζονται για τη νέα γαλακτοκομική περίοδο. Βεβαίως, να αναφερθεί εδώ ότι η τιμή αυτή αφορά στις περιοχές με συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και τις μονάδες με μεγάλη παραγωγή, σταθερή ποιότητα και καλές γενικά αποδόσεις.
Ρόλο ενδεχοµένως να έχει παίξει και η ενίσχυση της ελεγκτικής διαδικασίας, όπως και τα βαριά πρόστιµα που προβλέπονται µε το νέο νόµο (4691-9/6/20) για τις περιπτώσεις «ελληνοποιήσεων», δηλαδή χρήσης εισαγόµενου ή υποπροϊόντων γάλακτος για την παραγωγή φέτας.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή τη στιγµή υπάρχει έντονη κινητικότητα από την πλευρά της βιοµηχανίας γάλακτος και τυριών, ώστε να κλείσουν έγκαιρα οι συµβάσεις µε τους παραγωγούς, προκειµένου να είναι εξασφαλισµένες οι προβλεπόµενες εισκοµίσεις στη διάρκεια της νέας γαλακτοκοµικής περιόδου (2020-2021).
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν γνωστές βιοµηχανίες να έχουν απλώσει το δίκτυο παραλαβών γάλακτος τόσο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας γαλακτοκοµικής περιόδου όσο και ενόψει της επόµενης.
Οι πληροφορίες θέλουν στις συζητήσεις οι οποίες έχουν ανοίξει µε παραγωγούς - αιγοπροβατοτρόφους και ειδικότερα δε µε γαλακτοκοµικούς συνεταιρισµούς που έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν µέσα από το δίκτυό τους ποσότητες, να προσφέρεται τιµή παραγωγού µέχρι και 95 λεπτά το κιλό, ενώ δεν αποκλείεται και κάτι παραπάνω για τη συνέχεια.
Είναι σαφές ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσµα και της συρρίκνωσης, η οποία έχει επέλθει στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας, ως αποτέλεσµα της κακής τριετίας (2015-2018) που προηγήθηκε και της κατάστασης, ειδικά από πλευράς ρευστότητας, στην οποία συνεχίζουν να βρίσκονται πολλές εκµεταλλεύσεις.
Οι εξελίξεις στον κλάδο δείχνουν για µια ακόµη φορά πόσο ο ένας χρειάζεται τον άλλο. ∆ηλαδή, η βιοµηχανία τους παραγωγούς και οι παραγωγοί τη βιοµηχανία. Μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει τα απαιτούµενα και από τις δύο πλευρές. Η βιοµηχανία στο πρώτο στραβοπάτηµα της αγοράς, σπεύδει να φορτώσει τα βάρη στους παραγωγούς, ενώ οι τελευταίοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη σηµασία αυτής της σχέσης, ειδικά σε ότι αφορά τη σταθερότητα (ροής) και την ποιότητα της πρώτης ύλης.