Με τα ζητήµατα της αγοράς στην κατεύθυνση της βελτίωσης της θέσης του παραγωγού στην αλυσίδα εφοδιασµού αγροτικών προϊόντων δείχνει να ασχολείται επισταµένως το τελευταίο διάστηµα, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.
Μετά τις τελευταίες κυβερνητικές αποφάσεις για την αντιµετώπιση των λεγόµενων ελληνοποιήσεων, µε τελευταία έκφανση τα βαριά πρόστιµα που έχουν θεσπισθεί µε το νόµο 4691/2020 για την καταστρατήγηση των κανόνων που διέπουν τα Προϊόντα Ονοµασίας Προέλευσης, όπως η Φέτα και που δείχνουν να παίζουν ρόλο στην διαµόρφωση της εγχώριας αγοράς γάλακτος και στη ζήτηση για αιγοπρόβειο γάλα, σειρά παίρνουν οι ρυθµίσεις για τις αθέµιτες πρακτικές στο λιανεµπόριο και τις «ανοικτές τιµές».
Διαβάστε εδώ αναλυτικό ρεπορτάζ του Φακέλου «Τυροκόμος» που κυκλοφόρησε το Σάββατο 27 Ιουνίου.
Μάλιστα, σε ευαλλοίωτα προϊόντα όπως το γάλα, η παράδοση του προϊόντος σε «ανοικτή τιµή» δηµιουργεί απόλυτη εξάρτηση και φέρνει τον παραγωγό σε εξαιρετικά µειονεκτική θέση στη συναλλαγή, παραδέχεται ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, που επιδιώκει να αλλάξει αυτή την πρακτική.
Στην κατεύθυνση αυτή, στην τελική φάση ολοκλήρωσης βρίσκεται η νοµοτεχνική επεξεργασία της ενσωµάτωσης της κοινοτικής Οδηγίας που έρχεται να αντιµετωπίσει τις αθέµιτες πρακτικές που υπόκειται αγρότες και κτηνοτρόφοι στην αλυσίδα εφοδιασµού.
Της επιτροπής που επεξεργάζεται τη ρύθµιση προεδρεύει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισµού, ενώ η ενσωµάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2019/633 εκτιµάται πολύ νωρίτερα από την καταληκτική ηµεροµηνία του Μαρτίου 2021, µε βάση τα όσα έκανε γνωστά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκης Βορίδης, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή, κατά τη διάρκεια του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Με βάση πάντως τα όσα ανέφερε στη Βουλή, ο Μάκης Βορίδης, µε ιδιαίτερη προσοχή εξετάζεται και το ζήτηµα των εναρµονισµένων εµπορικών πρακτικών. «Σηµαντικό σηµείο συζήτησης για την αντιµετώπισή τους στον χώρο του πρωτογενούς τοµέα είναι η διαδικασία του ελέγχου των πρακτικών αυτών» τόνισε ο Υπουργός για να συµπληρώσει ότι µία από αυτές είναι της ανοιχτής τιµής.
«Σήµερα σε περίπτωση συµφωνίας για την παράδοση του προϊόντος του παραγωγού στον έµπορο ή στον µεταποιητή σε µεταγενέστερο χρόνο, ο παραγωγός δεσµεύεται -και δεσµεύεται και µε ποινικές ρήτρες πολλές φορές- ότι θα παραδώσει το προϊόν του, αλλά η τιµή είναι ανοιχτή και συµφωνείται µεταγενεστέρως. Ειδικώς σε ευαλλοίωτα προϊόντα όπως είναι το γάλα αυτό δηµιουργεί απόλυτη εξάρτηση και φέρνει τον παραγωγό σε εξαιρετικά µειονεκτική θέση στη συναλλαγή» εξήγησε.
Σηµειωτέων, µέχρι σήµερα κενό γράµµα έχει αποδειχθεί και η νοµοθεσία που υποχρεώνει τους λιανέµπορους να πληρώνουν τους προµηθευτές φρέσκων και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων εντός 60 ηµερών, αφού η συντριπτική πλειοψηφία πληρώνει τα τιµολόγια 5 µε 6 µήνες, µετά την έκδοσή τους. Και όλα αυτά τη στιγµή που από το τέλος Φεβρουαρίου του 2019, είχε...τεθεί σε λειτουργία η ψηφιακή πλατφόρµα που δηµιούργησε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σε εφαρµογή του νόµου 4492/2017 για τη «∆ιακίνηση και εµπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων», ο οποίος προβλέπει ότι η εξόφληση των τιµολογίων από τους εµπόρους που προµηθεύονται νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα θα γίνεται υποχρεωτικά εντός 60 ηµερών.
Αποθήκες για συγκράτηση τιµών
«Άλλο ένα µεγάλο ζήτηµα είναι αυτό της αποθήκευσης ώστε αν οι τιµές είναι χαµηλές να έχει δυνατότητα να µην διαθέσει το προϊόν του. Και αυτό έχει να κάνει µε την επιλογή µας να θέσουµε στο Πρόγραµµα Αγροτικής Ανάπτυξης επενδυτικά σχέδια τα οποία δίνουν τη δυνατότητα δηµιουργίας τέτοιων αποθηκών προς όφελος των παραγωγών»., ανέφερε µεταξύ άλλων ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.
Διαβάστε επίσης: Απαιτητικοί κάτοχοι, ξεχασμένα αγροκτήματα και νέοι μισακάρηδες δυσκολεύουν τη ζωή των καλλιεργητών
Καταλήγοντας συµπλήρωσε ότι κεντρικό ζήτηµα, πέραν της Οδηγίας που θα πραγµατοποιηθεί άµεσα, είναι η ισχυροποίηση της διαπραγµατευτικής δύναµης των παραγωγών. «Και γι’ αυτό χρειάζεται η ενίσχυση των Συνεταιρισµών, των Οµάδων Παραγωγών, των ∆ιεπαγγελµατικών Οργανώσεων διότι αυτές διαµορφώνουν προοπτικές προώθησης και ενίσχυσης της ποιότητας των προϊόντων και άρα αύξηση της αξίας τους», συµπλήρωσε ο Μάκης Βορίδης.
Νέες καταναλωτικές προτιµήσεις και µεγάλες επενδύσεις στον κλάδο της τυροκοµίας εντείνουν τον ανταγωνισµό για τις προµήθειες πρώτης ύλης
Μεγαλώνει η ζήτηση για αιγοπρόβειο γάλα, µε τις µεταποιητικές µονάδες του κλάδου, µικρές και µεγάλες, να αναπροσαρµόζουν την πολιτική τους, µε βάση τις αλλαγές στο διατροφικό µοντέλο και τις νέες συνήθειες των καταναλωτών που υπαγορεύει ο κορωνοϊός. Την ίδια ώρα, όλοι δείχνουν να συµφωνούν ότι οι τελευταίες παρεµβάσεις Βορίδη, µε επίκεντρο τα αυστηρά πρόστιµα για τις περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων διαχείρισης των προϊόντων ΠΟΠ και ειδικότερα της Φέτας, έχει επιδράσει περιοριστικά τόσο στις εισαγωγές και στη χρήση υποπροϊόντων γάλακτος, όσο και στις «ειδικές µεθόδους» µε τις οποίες τα τελευταία χρόνια κάποιες γαλακτοβιοµηχανίες έφερναν το όποιο γάλα στα µέτρα τους.
Όλα αυτά δείχνουν ότι εντείνεται ο ανταγωνισµός στις τάξεις της γαλακτοβιοµηχανίας και των κατά τόπους τυροκοµικών επιχειρήσεων για την προσέλκυση πρώτης ύλης, δηλαδή αιγοπρόβειου γάλακτος, πράγµα το οποίο επηρεάζει ήδη ανοδικά τις προσφορές που γίνονται στους παραγωγούς για τη νέα γαλακτοκοµική περίοδο. Οι πληροφορίες θέλουν τη ζήτηση για φέτα και τυροκοµικά προϊόντα να «ξυπνάει», τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό, ενώ και οι νέες επενδύσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στον κλάδο της τυροκοµίας υπαγορεύουν την απορρόφηση όλο και µεγαλύτερων ποσοτήτων γάλακτος.
Όπως αναφέρθηκε ήδη ρόλο ενδεχοµένως να έχει παίξει και η ενίσχυση της ελεγκτικής διαδικασίας, όπως και τα βαριά πρόστιµα που προβλέπονται µε το νέο νόµο (4691-9/6/20) για τις περιπτώσεις «ελληνοποιήσεων», δηλαδή χρήσης εισαγόµενου ή υποπροϊόντων γάλακτος για την παραγωγή φέτας.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή τη στιγµή υπάρχει έντονη κινητικότητα από την πλευρά της βιοµηχανίας γάλακτος και τυριών, ώστε να κλείσουν έγκαιρα οι συµβάσεις µε τους παραγωγούς, προκειµένου να είναι εξασφαλισµένες οι προβλεπόµενες εισκοµίσεις στη διάρκεια της νέας γαλακτοκοµικής περιόδου (2020-2021).