Οι εισαγωγές αμύγδαλου, στην κατά βάση εισαγωγική αγορά του προϊόντος δεν ευνοήθηκαν, λόγω των υψηλών διεθνών τιμών και της μειωμένης ρευστότητας των εμπόρων στην εγχώρια αγορά, ενώ από την άλλη το ίδιο κλίμα λειτούργησε αντίστροφα στο κελυφωτό φιστίκι, το οποίο κινήθηκε ασυνήθιστα δυναμικά στο δρόμο των εξαγωγών.
Η εμπορική περίοδος ξεκίνησε χωρίς αποθέματα από την προηγούμενη χρονιά και η μείωση των εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών κατά 10 λεπτά το κιλό σε σύγκριση με πέρυσι, στα 1,70-1,80 λεπτά το κιλό για το άσπαστο αμύγδαλο, σύμφωνα με τον Γιώργο Νούλα, παραγωγό από την περιοχή των Τεμπών. Η τιμή αυτή μεταφράζεται σε 5 ευρώ το κιλό για την ψίχα της ποικιλίας Φυρανιά και στα 4,5 ευρώ το κιλό για την ποικιλία Τέξας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικανικού Υπ. Γεωργίας, η ελληνική παραγωγή αμυγδάλων την τελευταία καλλιεργητική περίοδο ήταν βελτιωμένη τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητες. Η παραγωγή υπολογίζεται στους 14.000 τόνους ψίχας, με την εγχώρια κατανάλωση να διαμορφώνεται στους 19.462 τόνους. Αξίζει να σημειωθεί πως η μέση ετήσια κατανάλωση ξηρών καρπών στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 17 κιλά, τιμή που είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε. και μια από τις υψηλότερες παγκοσμίως. Υψηλότερες τιμές κατά 30 έως 50 λεπτά σημειώθηκαν όμως και στο κελυφωτό φιστίκι, αφού παρατηρήθηκε έντονη εξαγωγική δραστηριότητα. Οι τιμές διαμορφώθηκαν στα 5,30-5,80 ευρώ το κιλό για τους ανοιχτούς καρπούς και στα 3,5-4 ευρώ το κιλό τους κλειστούς, όπως μας πληροφορεί ο Μάκης Μπούργος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνεταιρισμού Μάκρης Φθιώτιδας.
Οι κυριότεροι παράγοντες που καθόρισαν φέτος τη διεθνή αγορά ήταν το εμπάργκο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στα ιρανικά φιστίκια, καθώς και η άνοδος του αμερικανικού προϊόντος στα 6,5-7 ευρώ το κιλό, γεγονός που το κατέστησε λιγότερο ανταγωνιστικό. Σύμφωνα με την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου, η ελληνική παραγωγή έφτασε τους 5.000 τόνους, με τις εξαγωγές να διαμορφώνονται στους 1.098 τόνους και την εγχώρια κατανάλωση να φτάνει τους 4.879 τόνους. Ωστόσο οι εγχώριοι συντελεστές της αγοράς εκτιμούν πως οι εξαγωγές πλησιάζουν ήδη τους 3.000 τόνους, αφού η απορρόφηση από την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία ήταν πολύ υψηλότερη από άλλες χρονιές.