Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ακολούθησε το κραχ των χρηματιστηρίων συμπαρέσυρε και τους αγρότες της περιοχής τους. Έχοντας δανειστεί και με τις διεθνείς τιμές του σταριού, το οποίο αποτελούσε μονοκαλλιέργεια στην περιοχή τους, να κατρακυλούν, βρίσκονταν σε τραγικό αδιέξοδο. Ανίκανοι οι περισσότεροι να αποπληρώσουν τα δάνειά τους στις τράπεζες, παρακολουθούσαν άφωνοι τους κλητήρες να τοιχοκολλούν στις εισόδους των σπιτιών τους τα κατασχετήρια.
Πολλοί πήραν τον δρόμο για τα κοντινότερα αστικά κέντρα όπου, οι πιο τυχεροί ανάμεσά τους, έπιασαν δουλειά σε εργοστάσια και μικροεπιχειρήσεις για ένα κομμάτι ψωμί. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί τους αδυνατούσαν να επέμβουν στην αγορά ώστε να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές τιμές στα μέλη τους.
Συμφωνούσαν ότι αυτό οφειλόταν αφενός στο γεγονός ότι το σιτάρι είναι χρηματιστηριακό προϊόν και, άρα, η τιμή του διαμορφώνεται στα χρηματιστήρια. Αφετέρου, οφειλόταν στην ανεπαρκή χρηματοδότηση των συνεταιρισμών από τα μέλη και στην έλλειψη ξεκάθαρων κανόνων λήψης συλλογικών αποφάσεων - καταστάσεις συνηθισμένες στους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς. Τα προβλήματα αυτά δεν επέτρεπαν στους συνεταιρισμούς να διαδραματίσουν ισχυρό διαπραγματευτικό ρόλο στην αγορά. Οι πέντε φίλοι δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Σε κάποια επόμενη συνάντηση των πέντε, ένας από την παρέα άπλωσε στο τραπέζι δυο κομμάτια χαρτί. Στο ένα είχε σχεδιάσει τη γραμμή που ακολουθούσαν τα προηγούμενα δέκα χρόνια οι παγκόσμιες τιμές του σιταριού: Καθοδικές! Για την ακρίβεια, από το κακό στο χειρότερο. Στο άλλο χαρτί είχε σχεδιάσει τις παγκόσμιες τιμές των ζυμαρικών για την ίδια χρονική περίοδο: Ανοδικές, έντονα ανοδικές! Η συζήτησή τους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν ήθελαν να παραμείνουν αγρότες και να συνεχίσουν να ζουν στο χωριό που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, θα έπρεπε να πουλάνε μακαρόνια και όχι στάρι. Άρα, θα έπρεπε να στήσουν ένα εργοστάσιο παραγωγής ζυμαρικών.
Φυσικά, τα πράγματα δεν ήταν απλά. Πριν ξεκινήσουν έπρεπε να απαντήσουν σε αρκετές ερωτήσεις, όπως: Πού θα έβρισκαν τα απαιτούμενα κεφάλαια; Πώς θα έκλειναν συμφωνίες για πώληση των προϊόντων τους; Τι νομική μορφή θα έδιναν στην επιχείρησή τους; Η τελευταία ερώτηση τους απασχολούσε εντονότερα, γιατί από τη μια ο συνεταιρισμός είχε αρκετά σημαντικά πλεονεκτήματα, από την άλλη, όμως, το παραδοσιακό μοντέλο συνεταιρισμού ήξεραν ότι δεν ήταν σχεδιασμένο για επίθεση, δηλαδή, για επέκταση των παραγωγών στη μεταποίηση. Μετά από πολλές συζητήσεις μεταξύ τους και με τη βοήθεια ειδικών στην οργάνωση και διοίκηση αγροτικών συνεταιρισμών, κατέληξαν σε ένα καινούργιο είδος συνεταιρισμού, το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστό ως “συνεταιρισμός νέας γενιάς”.
Μετά την ίδρυση του συνεταιρισμού τούς πήρε περίπου δυο χρόνια μέχρι το εργοστάσιο ζυμαρικών και προϊόντων ζύμης να ξεκινήσει την παραγωγή. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ο συνεταιρισμός τους έγινε η νούμερο “2” εταιρεία ζυμαρικών στη χώρα τους. Η ερημωμένη περιοχή τους ξαναγέμισε με νέο κόσμο. Άνοιξαν σχολεία, σούπερ-μάρκετ, κινηματογράφοι, εστιατόρια, και πολλές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (δικηγόροι, λογιστές, πληροφορικής, κλπ.). Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι παραγωγοί άλλων προϊόντων. Περισσότεροι από 200 επιτυχημένοι συνεταιρισμοί νέας γενιάς ιδρύθηκαν τα επόμενα χρόνια. “Αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα”, είπε ο πρόεδρος μεγάλης ελληνικής συνεταιριστικής οργάνωσης, όταν άκουσε αυτή την ιστορία!
Του Δρ. Κώστα Ηλιόπουλου
Το παράδειγμα των «κουτόφραγκων»
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι ένας θεσμός με παγκόσμια εξάπλωση και μεγάλη ποικιλομορφία. Φιλοσοφία της δημιουργίας των συνεταιρισμών είναι η ισχύς εν τη ενώσει, δηλαδή να αποκτήσει μια ομάδα παραγωγών τα πλεονεκτήματα μιας μεγάλης δύναμης. Η βασική αυτή αρχή έχει παραμείνει ίδια και αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, όμως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί δεν έχουν την ίδια δομή σε όλο τον κόσμο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνεταιρισμοί αποτελούν ένα σύνθετο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο με διαφορετικές επιρροές και εξέλιξη για την κάθε χώρα. Τα διάφορα συνεταιριστικά μοντέλα έχουν εξελιχτεί με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις, έχουν αφομοιώσει νέες ιδέες και ανταποκρίνονται στον αντικειμενικό στόχο τους που είναι η βελτιστοποίηση της οικονομικής κατάστασης των μελών τους μέσα από αρχές όπως η ισότητα, η αλληλεγγύη, η διαφάνεια κ.ά. Υπάρχουν όμως και αποτυχημένα συνεταιριστικά μοντέλα που έχουν ως αποτέλεσμα τη χρεωκοπία των μελών τους που τους οδηγεί ακόμα και σε μαζικές αυτοκτονίες - χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδία.
Στην Ελλάδα οι αγροτικοί συνεταιρισμοί νοσούν. Ίσως αποτελεί μια σοφή στρατηγική να γίνει αξιολόγηση των υπαρχόντων καθεστώτων και στη συνέχεια να υιοθετηθούν ιδέες από επιτυχημένα ευρωπαϊκά ή άλλα μοντέλα.
ΔΑΝΙΑ
Στη Δανία ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ειδικός συνεταιριστικός νόμος που να διέπει τη δημιουργία και τη λειτουργία των συνεταιρισμών, ωστόσο διαθέτει ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συνεταιριστικά κινήματα του κόσμου. Το κυριότερο χαρακτηριστικό των αγροτικών συνεταιρισμών στη Δανία είναι ότι έχουν αναπτυχτεί κλαδικά, δηλαδή κατά κλάδο παραγωγής όπως το κρέας ή το γάλα, καλύπτοντας έτσι το σύνολο της χώρας ή μια μεγάλη περιφέρεια. Το σπουδαιότερο προϊόν της Δανίας είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα τα οποία διαχειρίζονται οι γαλακτοκομικοί συνεταιρισμοί που είναι από τους αρχαιότερους στη χώρα και εμπορεύονται περίπου το 90% της συνολικής παραγωγής γάλακτος και βουτύρου και περίπου το 80% της παραγωγής τυριού. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη της Ομοσπονδίας Δανικών Γαλακτοκομείων που έχει εθνική οργάνωση και πλαισιώνεται όχι μόνο από τους συνεταιρισμούς αλλά και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επίσης έχουν δημιουργηθεί ο Δανικός Εξαγωγικός Οργανισμός Βουτύρου και ο Δανικός Εξαγωγικός Οργανισμός Τυριού οι οποίοι συμβάλουν αποφασιστικά στις εξαγωγές και μάλιστα επιτυγχάνουν το 90% των εξαγωγών να προέρχεται από προϊόντα του συνεταιρισμού.
Ανάλογο τρόπο λειτουργίας έχουν οι Κτηνοτροφικοί Εμπορικοί Συνεταιρισμοί, η Ομοσπονδία Δανικών Συνεταιριστικών Εργοστασίων μπέικον και ο Δανικός Συνεταιρισμός Γεωργικών Εφοδίων. Ο τελευταίος πραγματοποιεί εισαγωγή και εμπόριο του 50% των λιπασμάτων και ζωοτροφών προσφέροντας στα μέλη του ικανοποιητικές τιμές και γεωπονικές συμβουλές. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνεταιρισμών, το μέλος είναι υποχρεωμένο να παραδίδει μια ελάχιστη ποσότητα του προϊόντος που παράγει ή και ολόκληρη την ποσότητα στον συνεταιρισμό. Ολόκληρη την ποσότητα οφείλουν να παραδίδουν όσοι είναι μέλη στον γαλακτοκομικό συνεταιρισμό και σε αυτόν του μπέικον. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται πάγια μια μεγάλη ποσότητα προϊόντος που έχουν να διαχειριστούν και καταμερισμό των λειτουργικών δαπανών σε μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων.
Στην πατρίδα της Επιτρόπου Γεωργίας, άλλωστε, αναπτύχθηκε και ανδρώθηκε ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός τυροκομικός συνεταιρισμός, ο οποίος μετά τη συγχώνευσή του με τον αντίστοιχο σουηδικό μετατράπηκε σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία. Ο λόγος για τον πασίγνωστο όμιλο Arla!
ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Στην Ολλανδία οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι απλού σκοπού, δηλαδή πραγματοποιούν μόνο μια δραστηριότητα. Υπάρχουν συνεταιρισμοί εμπορίας φρούτων και λαχανικών, μεταποίησης και εμπορίας του γάλακτος, ασφαλιστικοί και πιστωτικοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί γεωργικών εφοδίων κλπ. Για τον λόγο αυτό παρατηρείται το φαινόμενο οι αγρότες στην Ολλανδία να είναι μέλη κατά μέσο όρο σε 4 συνεταιρισμούς ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν και στους 8! Ένας παραγωγός κηπευτικών για παράδειγμα είναι μέλος στον συνεταιρισμό εμπορίας, στον πιστωτικό, σε αυτόν των γεωργικών εφοδίων κ.ο.κ.
Όσον αφορά στην οργάνωσή τους, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ολλανδία, που είναι περίπου 2.000, οργανώνονται σε 25 Κεντρικές Οργανώσεις κατά κλάδο παραγωγής. Ο αριθμός των δευτεροβάθμιων συνεταιριστικών οργανώσεων δεν είναι αυστηρά σταθερός και διαχειρίζεται π.χ. τα φρούτα, τα κρεατικά κλπ. Οι Κεντρικές Οργανώσεις οργανώνονται σε μια εθνική οργάνωση, το Εθνικό Συνεταιριστικό Συμβούλιο, που έχει ως στόχο να προάγει τα συμφέροντα των συνεταιρισμών απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση και εμπόρους. Με τον τρόπο αυτό οι αγροτικοί συνεταιρισμοί διακινούν το 50% των γεωργικών προϊόντων και παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην εθνική οικονομία της χώρας.
Ο μεγαλύτερος γαλακτοκομικός συνεταιρισμός της Ευρώπης έχει την έδρα του στην Ολλανδία και έχει επεκταθεί με το μοντέλο της πολυεθνικής εταιρείας σε πολλές χώρες του κόσμου, εκ των οποίων μία είναι και η Ελλάδα. Πρόκειται για τη FrieslandCampina, που προέκυψε μετά από τη συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων γαλακτοκομικών συνεταιρισμών της Ολλανδίας.
ΓΑΛΛΙΑ
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αγροτικών συνεταιρισμών της Γαλλίας είναι η αρχή της αποκλειστικότητας, που σημαίνει ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν να συναλλάσσονται μόνο με τα μέλη τους και μόνο μέχρι το 20% του συνολικού τζίρου μπορεί να συναλλαγούν με μη μέλη. Τα μέλη από την πλευρά τους υποχρεώνονται να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των συνεταιρισμών. Επίσης, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα Συμβουλευτικό Συμβούλιο και Διευθυντήριο αντί για κλασσικό διοικητικό συμβούλιο, ώστε να έχουν καλύτερο μάνατζμεντ.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί της Γαλλίας είναι οργανωμένοι σε μορφή πυραμίδας. Οι αγρότες οργανώνουν τους τοπικούς συνεταιρισμούς (πρωτοβάθμιες οργανώσεις) στους οποίους είναι μέλη και ανήκουν και σε περιφερειακές ενώσεις (δευτεροβάθμιες οργανώσεις). Οι περιφερειακές ενώσεις με τη σειρά τους ανήκουν σε εθνικές ενώσεις (τριτοβάθμιες οργανώσεις). Όσο ανεβαίνουμε στην πυραμίδα τόσο πιο ισχυρές είναι οι οργανώσεις και τόσο πιο δραστήριες είναι στα θέματα που τους απασχολούν. Οι εθνικές ενώσεις ανήκουν σε μια από τις τρεις διαφορετικές εθνικές ομοσπονδίες, την Γαλλική Συνομοσπονδία Αγροτικών Συνεταιρισμών, την Εθνική Ομοσπονδία Αγροτικών Ασφαλίσεων και την Εθνική Ομοσπονδία Αγροτικής Πίστης.
ΒΟΡΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ
Ακόμα και στις ΗΠΑ υπάρχουν περίπου 8.000 συνεταιρισμοί, κάτι που προκαλεί έκπληξη και πολλοί αγνοούν. Παρά την καπιταλιστική φιλοσοφία που επικρατεί, 6 εκατομμύρια Αμερικανοί είναι μέλη αγροτικών συνεταιρισμών με κύριο στόχο τους τη δραστηριοποίηση στον τομέα της εμπορίας και κυρίως στις εξαγωγές των προϊόντων τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ακόμα και συνεταιριστικά διυλιστήρια και πετρελαιοπηγές.
Στον Καναδά οι αγροτικοί συνεταιρισμοί έχουν ως κύριο στόχο την εμπορία και μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων, καθώς και την προμήθεια γεωργικών εφοδίων.
IΣΡΑΗΛ
Στο Ισραήλ, έχουν αναπτυχτεί δυο διαφορετικά είδη συνεταιρισμών, το μοσάβ και το κιμπούτς. Τα μοσάβ προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες όπως συσκευασία, προμήθεια γεωργικών εφοδίων, συγκέντρωση των προϊόντων κλπ στα μέλη τους, τα οποία έχουν δική τους ιδιοκτησία γης και επιλέγουν με δική τους ευθύνη τι προϊόν θα παράγουν. Τα κιμπούτς είναι διαφορετικής νοοτροπίας συνεταιρισμοί που παρομοιάζονται με κοινόβια αγροτών. Η αγροτική γη νοικιάζεται από το κράτος για πολλά χρόνια και ανήκει σε όλους. Όλοι εργάζονται και κάνουν όλες τις εργασίες μετά από απόφαση των ηγετικών στελεχών. Την παραγόμενη ποσότητα διαχειρίζεται η διοίκηση, ώστε να αποκομιστεί το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος για τα μέλη και το εισόδημα χρησιμοποιείται για να καλύψει το σύνολο των αναγκών του συνεταιρισμού, ενώ το επιπλέον κέρδος διαμοιράζεται στα μέλη.
Του Νίκου Κατσένιου
Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού
Από τις Αμφικτυονίες και τις αρχαίες Συμπολιτείες αρχίζει η έννοια των συνεταιρισμών, με τρόπους που να ταιριάζουν στη νοοτροπία και στις κοινωνικοοικονομικές τους συνθήκες και ιστορικές εμπειρίες. Η συνεργασία στον ελληνικό χώρο διαμορφώνεται και εθιμικά θεσμοποιείται σε διάφορες περιόδους.
Αμπελάκια Θεσσαλίας
Ειδικευμένοι στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, βαμβακοπαραγωγοί από τα Αμπελάκια και από 12 ακόμη γειτονικά χωριά, ένωσαν τις προσπάθειές τους το 1778 (ή το 1780) και δημιούργησαν ένα πρότυπο συνεργασίας, αλληλεγγύης και κοινωνικής δράσεως. Σε μία τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οι Αμπελακιώτες αξιοποίησαν την εξειδίκευση στην παραγωγή ερυθρών νημάτων και τη συνεργασία τους για να απαλλάξουν τους πτωχότερους από το βαρύ φορτίο, δημιούργησαν κοινωνικές υπηρεσίες και αποτέλεσαν έναν εξέχοντα φάρο της συνεταιριστικής ιδεολογίας και πράξης.
Έδρα της Αδελφότητας ήταν τα Αμπελάκια, κτισμένα σε μικρό οροπέδιο κοντά στην Κοιλάδα των Τεμπών. Στον συνεταιρισμό μετείχαν 6000 περίπου άτομα. Οι ιδιοκτήτες γης πρόσφεραν τα χωράφια τους για την καλλιέργεια βαμβακιού και ερυθρόδανου (ριζαριού) για τη βαφή, οι κεφαλαιούχοι τα χρήματά τους, οι υπόλοιποι την εργασία τους στο κλωστήριο και στο βαφείο. Η συνεταιριστική μερίδα ήταν 5000 γρόσια και ο μεγαλύτερος αριθμός μερίδων ήταν 4.
Η διανομή των κερδών γινόταν κατά την ημέρα της γενικής συνέλευσης. Πριν από κάθε άλλο ξεχωρίζονταν οι οφειλόμενοι φόροι προς τους Τούρκους. Στη συνέχεια, τα γενικά έξοδα βαρύνονταν με την αξία των δώρων προς τους πασάδες, τις δαπάνες συντήρησης νοσοκομείων, σχολείων, εκκλησιών και δρόμων. Από το υπόλοιπο, πληρώνονταν οι τόκοι του κεφαλαίου, 15% για τους κεφαλαιούχους και 12% για τους καταθέτες. Ορίζονταν, επίσης, τα κέρδη για τους βαμβακοκαλλιεργητές και τους καλλιεργητές ριζαριού και καθοριζόταν η αμοιβή των εργαζομένων, με βάση την προσφερθείσα εργασία.
Τα τσελιγκάτα
Στον ορεινό κορμό της Ελλάδας, στα Άγραφα, στην Πίνδο, στον Όλυμπο και στο Βέρμιο μέχρι και στη Ροδόπη, Σαρακατσάνοι και Βλάχοι νομάδες ένωναν τα κοπάδια τους, συνήθως από πρόβατα, σε κοινή διαχείριση που πήρε το όνομα "τσελιγκάτο". Με την ένωση 10 μέχρι και 30 ατομικών κοπαδιών, σχημάτιζαν μεγάλα κοπάδια από 2.000 μέχρι 10.000 πρόβατα, που τα φρόντιζαν όλοι, μαζί με τις οικογένειές τους και μοιράζονταν στο τέλος τις απολαβές τους.
Γραμμένοι κανόνες και καταστατικά δεν υπήρχαν μεταξύ των αγράμματων, κτηνοτρόφων. Οι συμφωνίες τους, οι υποσχέσεις τους, η καλή πίστη και η εντιμότητα, αποτελούσαν τα μεταξύ τους "συμβόλαια".
Τα ενοίκια των βοσκήσιμων εκτάσεων και οι αγοραζόμενες ζωοτροφές επιμερίζονται σε όλους, ανάλογα με τον αριθμό των γαλακτοπαραγωγών προβατίνων. Οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως φόροι κλπ, επιμερίζονται ανάλογα με το συνολικό αριθμό των ζώων. Το ποσό των εισπράξεων κατανεμόταν ανάλογα με τον αριθμό και το είδος των ζώων με τα οποία συμμετέχει ο καθένας, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική διαφορά στην απόδοση των ζώων κάθε σμίχτη ή του τσέλιγκα δεν λαμβανόταν υπόψη.
Οι σύγχρονοι συνεταιρισμοί
Η πρώτη Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1917. Το 1923 υπήρχαν 22 ενώσεις με μέλη 471 συνεταιρισμούς και το 1927 έφτασαν τις 44. Σε μικρό σχετικά χρόνο διασυνδέθηκαν οι συνεταιρισμοί μεταξύ τους στις ενώσεις σε όλη τη χώρα και προωθούσαν τη διασύνδεσή τους σε ακόμη ευρύτερο χώρο. Το 1927 είχε ήδη ιδρυθεί αλλά δεν λειτουργούσε μία Κεντρική Προμηθευτική Ένωση Πελοποννήσου με έδρα την Πάτρα.
Το 1922, με πρωτοβουλία ενώσεων της Πελοποννήσου ιδρύθηκε η "Πανελλήνιος Συνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών" με τη μορφή σωματείου, που όμως δεν είχε την αναμενόμενη ηθική και οικονομική στήριξη και γι’ αυτό ατόνησε. Στο μεταξύ επανιδρύθηκε το 1935 η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών, που μέλη της είχε 34 ενώσεις με 1300 συνεταιρισμούς. Η συνομοσπονδία αυτή αργότερα ονομάσθηκε Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών, η γνωστή σήμερα ΠΑΣΕΓΕΣ, με πρώτο πρόεδρό της τον Αλ. Μπαλτατζή, της Ενώσεως Ξάνθης και πρώτο Διευθυντή τον Θεόδωρο Τζωρτζάκη.
Από το 174ο φύλλο της εφημερίδας Agrenda