Αυτή µοιάζει να είναι η σειρά των γεγονότων µε βάση τα όσα εκτυλίσσονται τον τελευταίο καιρό στη ζώνη του αγελαδινού, όπου η εύκολη εισαγωγή φθηνών πρώτων υλών για τη παραγωγή γαλακτοκοµικών προϊόντων, και κυρίως γιαουρτιού, υπονοµεύει συστηµατικά πλέον τη φήµη και την ποιότητα των εγχωρίως παραγόµενων προϊόντων.
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν την παραγωγή γιαουρτιού να βασίζεται κυριολεκτικά στις φθηνές εισαγόµενες πρώτες ύλες (εβαπορέ, πρωτεΐνες γάλακτος κ.α.) που δεν έχουν καµιά σχέση µε το νωπό ή φρέσκο γάλα που χρησιµοποιούσαν τα προηγούµενα χρόνια οι επιχειρήσεις του κλάδου. Η κερκόπορτα άνοιξε ως γνωστόν µε την πρώτη δέσµη µέτρων από την γνωστή εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που έδωσε τη δυνατότητα διάθεσης «φρέσκου» γάλακτος µε διάρκεια 7 ηµερών. Από ‘κει και πέρα η «µπάλα» δείχνει να έχει χαθεί.
Οι πληροφορίες µάλιστα θέλουν τις αρµόδιες υπηρεσίες να κάνουν τα στραβά µάτια στην εκτεταµένη εισαγωγή πρώτων υλών που δεν έχουν καµιά σχέση µ’ αυτά που οι διατάξεις του Κώδικα Τροφίµων προβλέπουν π.χ. για την παρασκευή γιαούρτης.
Την ίδια ώρα οι αρµόδιες αρχές φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει ολοκληρωτικά τους διασταυρωτικούς ελέγχους των στοιχείων που προκύπτουν από τα ισοζύγια γάλακτος και τελικών προϊόντων επιχειρήσεων. Αυτό στην ουσία σηµαίνει αδιαφορία για το αν τα παραγόµενα τελικά προϊόντα και ειδικά το γιαούρτι γίνεται µε βάση τα προβλεπόµενα από τον Κώδικα Τροφίµων ή απ’ ό,τι ο καθένας βούλεται.
Οι ίδιες πληροφορίες θέλουν βέβαια τις αρµόδιες αρχές να κινούνται δραστήρια πλέον, δήθεν υπό τις οδηγίες των θεσµών, για την ταχεία αλλαγή των διατάξεων του Κώδικα Τροφίµων, στην κατεύθυνση της προσαρµογής των δεδοµένων σ’ αυτό που η πρακτική των τελευταίων µηνών υπαγορεύει. Μια χαλάρωση ωστόσο του θεσµικού πλαισίου για τον τρόπο παρασκευής της γιαούρτης και η ευθυγράµµισή του µε αυτό που υπάρχει για τα λεγόµενα επιδόρπια, µόνο κινδύνους γεννά για τη φήµη και την ταυτότητα των παραγόµενων προϊόντων.
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν την παραγωγή γιαουρτιού να βασίζεται κυριολεκτικά στις φθηνές εισαγόµενες πρώτες ύλες (εβαπορέ, πρωτεΐνες γάλακτος κ.α.) που δεν έχουν καµιά σχέση µε το νωπό ή φρέσκο γάλα που χρησιµοποιούσαν τα προηγούµενα χρόνια οι επιχειρήσεις του κλάδου. Η κερκόπορτα άνοιξε ως γνωστόν µε την πρώτη δέσµη µέτρων από την γνωστή εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που έδωσε τη δυνατότητα διάθεσης «φρέσκου» γάλακτος µε διάρκεια 7 ηµερών. Από ‘κει και πέρα η «µπάλα» δείχνει να έχει χαθεί.
Οι πληροφορίες µάλιστα θέλουν τις αρµόδιες υπηρεσίες να κάνουν τα στραβά µάτια στην εκτεταµένη εισαγωγή πρώτων υλών που δεν έχουν καµιά σχέση µ’ αυτά που οι διατάξεις του Κώδικα Τροφίµων προβλέπουν π.χ. για την παρασκευή γιαούρτης.
Την ίδια ώρα οι αρµόδιες αρχές φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει ολοκληρωτικά τους διασταυρωτικούς ελέγχους των στοιχείων που προκύπτουν από τα ισοζύγια γάλακτος και τελικών προϊόντων επιχειρήσεων. Αυτό στην ουσία σηµαίνει αδιαφορία για το αν τα παραγόµενα τελικά προϊόντα και ειδικά το γιαούρτι γίνεται µε βάση τα προβλεπόµενα από τον Κώδικα Τροφίµων ή απ’ ό,τι ο καθένας βούλεται.
Οι ίδιες πληροφορίες θέλουν βέβαια τις αρµόδιες αρχές να κινούνται δραστήρια πλέον, δήθεν υπό τις οδηγίες των θεσµών, για την ταχεία αλλαγή των διατάξεων του Κώδικα Τροφίµων, στην κατεύθυνση της προσαρµογής των δεδοµένων σ’ αυτό που η πρακτική των τελευταίων µηνών υπαγορεύει. Μια χαλάρωση ωστόσο του θεσµικού πλαισίου για τον τρόπο παρασκευής της γιαούρτης και η ευθυγράµµισή του µε αυτό που υπάρχει για τα λεγόµενα επιδόρπια, µόνο κινδύνους γεννά για τη φήµη και την ταυτότητα των παραγόµενων προϊόντων.